H αληθινή ιστορία της Σάαρτζι, μιας υπερμεγέθους γυναίκας από τη Νότια Αφρική, η οποία βρέθηκε στην κατοχή του Σεζάρ, ενός τυχοδιώκτη που την επιδείκνυε ως πρωτοφανές δημόσιο θέαμα στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Η ευκαιρία που της δόθηκε να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής στο Παρίσι, συνάντησε την άρνηση της με αποτέλεσμα να πουληθεί σε έναν παρουσιαστή άγριων θηρίων, ο οποίος άρχισε να την περιφέρει σε ερωτικές συγκεντρώσεις αριστοκρατών, μέχρι να καταλήξει τελικά σε πορνείο, να πεθάνει και να γίνει σύμβολο για όλους τους ανθρώπους «ενός κατώτερου θεού».

Υπάρχει κάτι το ηδονιστικό στον τρόπο που ο Αμπελατίφ Κεσίς κινηματογραφεί την υπερμεγέθη και πρωτόγονη ηρωίδα του, καθώς αυτή σύρεται στις πιο χαμηλές βαθμίδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι φανερό πως εκτός από την ίδια, θαυμάζει την αντοχή της και κυρίως την ασυνείδητη μεταμόρφωση της σε ένα σύμβολο που έναν αιώνα μετά από την εποχή που έζησε μπορεί ακόμη να διδάξει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη κοινωνία αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητα και την φυλετική / ταξική ανισότητα. Φανερά γοητευμένος από την άγνωστη αληθινή ιστορία της Σάαρτζι που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από το ρόλο του θύματος και κατέληξε να πεθάνει χωρίς ποτέ να γευτεί μια στιγμή «ελευθερίας», ο Κεσίς στήνει γύρω της ένα τσίρκο ανθρώπινης αγριότητας κρατώντας την πάντοτε μέσα στο πλάνο: oρθια ακόμη και όταν πονάει, δυνατή ακόμη και όταν έχει πληγωθεί, όμορφη ακόμη και όταν το αιμοβόρο πλήθος των θεατών ζητωκραυγάζει στη θέα ενός «τέρατος».

Κι όμως, δεν μπορείς να κατηγορήσεις ευθέως τον Κεσίς για ηδονοβλεψία. Το βλέμμα του διατηρεί κάτι από την συνήθη αποστασιοποίηση ενός επιστήμονα που, όπως συνέβη και στην πραγματικότητα, μελετά το φαινόμενο της «Αφροδίτης των Οτεντότων», όπως έμεινε περισσότερο γνωστή η Σάαρτζι, προσπαθώντας να κατανοήσει αν πίσω το μυστήριο που την περιβάλλει κρύβεται μια μεγάλη τραγωδία της ζωής ή απλά μια ακόμη παραδοξότητα της μοίρας. Ταυτόχρονα μελετάει και τις προθέσεις του θεατή, καθώς τον υποβάλλει σε μια αλληλουχία σκηνών που η τελετουργική τους ανάπτυξη και η σαδιστική τους διάρκεια καταλήγει να είναι εξαντλητική όσο και το θέαμα ενός ανθρώπου που αποκολλάται σταδιακά από οτιδήποτε τον χωρίζει από τα ζώο.

Κάπου εκεί είναι που τα όρια των προθέσεων του Κεσίς αρχίζουν να γίνονται δυσδιάκριτα. Η άρνηση του να απελευθερώσει την ηδονιστική του ματιά, στο τελευταίο σταθμό της Σάαρτζι στους οίκους ανοχής, τον οδηγεί να κινηματογραφεί το σεξ με το βλέμμα ενός συντηρητικού άραβα που κατακρίνει την ελευθεριότητα των δυτικών. Και στην προσπάθεια του να αποφύγει το σινεμά καταγγελίας, στρέφει τελικά την ευθύνη στον θεατή. Την ίδια στιγμή που αυτό που θέλει να πει το λέει ήδη από μόνη της η συγκλονιστική ιστορία αυτής της γυναίκας, η οποία ξαναζεί στην κυριολεξία μέσα από την καθηλωτική ερμηνεία της Γιαχίμα Τόρες, η οποία δείχνει να νιώθει περισσότερο από τον σκηνοθέτη της το κυριολεκτικό και μεταφορικό βάρος το οποίο κουβαλάει.

Και στην προσπάθεια του να ενοχλήσει με κάθε τρόπο, στρέφει την τελική απόφαση στον θεατή, αφήνοντας τον να διαλέξει μόνος του αν αυτό που παρακολούθησε για περίπου τρεις ώρες ήταν μια κινηματογραφική εμπειρία ή ένα πείραμα πάνω στον ορισμό του exploitation. Ξεχνώντας, ωστόσο, μια ακόμη πιο τρομακτική λεπτομέρεια: μπροστά στην αληθινή ζωή δεν είμαστε όλοι παρά στο ίδιο έργο θεατές.