«Μπορείς και καλύτερα» λέει συνέχεια η Μαίρη στην κόρη της, την Aννα, με σκοπό να τη βοηθήσει να αξιοποιήσει τα ταλέντα της και να αποκτήσει εφόδια. Η 11χρονη Aννα, ένα πραγματικά χαρισματικό παιδί, καταφέρνει να είναι πρώτη σε όλα. Φέτος το καλοκαίρι, η Aννα συμμετέχει σε μια εκπομπή μαγειρικής όπου έχει ήδη φτάσει στον ημιτελικό και όλοι περιμένουν ότι θα κερδίσει το μεγάλο έπαθλο. Η μαμά της χαίρεται και καμαρώνει γι αυτήν. Εντελώς απρόοπτα όμως, η Aννα αρχίζει να συμπεριφέρεται περίεργα και να παθαίνει διάφορα ατυχήματα, που οδηγούν στον αποκλεισμό της από την εκπομπή.

Το πρόβλημα της «Ματζουράνας» ξεκινάει πολύ πριν πέσουν οι τίτλοι αρχής της ταινίας και σταδιακά γίνουμε μάρτυρες μιας ολότελα λάθος σεναριακής, σκηνοθετικής και υποκριτικής άποψης για το πως θα μπορούσε να ειπωθεί κινηματογραφικά μια τέτοια ιστορία.

Το πρόβλημα ξεκινάει από το τι ακριβώς ήθελε να πει η Ολγα Μαλέα, πριν ακόμη πατήσει πάνω στο σενάριο που υπογράφει η ίδια μαζί με τον Απόστολο Αλεξόπουλο, γύρω από μια ιστορία που στο επίκεντρο της βρίσκεται ένα παιδί που φέρει πρωτίστως μέσα του τα τραύματα ενός αποτρόπαιου μυστικού που αρνείται να αποκαλύψει, ανοίγοντας το τεράστιο θέμα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, τη συνήθη άγνοια των (εδώ και καταπιεστικών) γονέων που είτε δεν βλέπουν είτε δεν θέλουν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει στο παιδί τους και πώς όλο αυτό γιγαντώνεται σε ένα οριστικό αδιέξοδο, όταν προσθέσει κανείς την ιδιότροπη αντίληψη των παιδιών για την «αλήθεια» και ταυτόχρονα τη σαρωτική λαίλαπα της εφηβείας.

Τα «βαθιά νερά» είναι μόνο ευφημισμός για μια σκηνοθέτιδα που για χρόνια είχε βρει το δικό της τρόπο να αγγίζει «δύσκολα» θέματα, πάντοτε όμως τοποθετημένα στο πλαίσιο μιας κωμωδίας, φιλτράροντας άλλοτε χοντροκομμένα (βλ. «Λουκουμάδες με Μέλι»), άλλοτε «διακριτικά» («Η Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών») και άλλοτε τελείως αδιάφορα («Ριζότο») το θέμα του σεξ, από την απλή αναζήτησή του, την κομβική του θέση στις ανθρώπινες σχέσεις, μέχρι τις πιο σκοτεινές πλευρές του.

Η επιλογή της να είναι η «Ματζουράνα» ένα δράμα υπήρξε η πιο λογική απόφαση, αφού το θέμα της δεν σηκώνει όχι απλά κωμική αντιμετώπιση, αλλά ούτε και ίχνος κωμικής πινελιάς, ειδικά όταν η διάθεση των σεναριογράφων και της σκηνοθέτιδας είναι η ταινία να αποτελέσει σχεδόν μια ψυχαναλυτική αντανάκλαση των ελλειμάτων μιας ολόκληρης κοινωνίας και μια εμβάθυνση στην παιδική ψυχολογία.

Κάπου εκεί, δηλαδή ήδη από την αρχή, ξεκινά μια παρτίδα σκάκι (κεντρικό στοιχείο της ιστορίας) της ίδιας της Μαλέα με τον εαυτό της που σε όλη τη διάρκειά του δεν περιλαμβάνει ούτε μια σωστή κίνηση. Πόσο μάλλον υπολογισμένη σωστά ή προαποφασισμένη να οδηγήσει σε ματ, αν θεωρήσουμε πως δεν υπάρχει άλλος σκοπός όταν είσαι ή νιώθεις έτοιμος να παίξεις με κάτι...

Πατώντας πάνω σε ένα αφελές και γεμάτο από ούτε πρώτου επιπέδου ψυχαναλυτικές αναφορές και επαναλαμβανόμενα κλισέ που πλασάρονται ως «εκπλήξεις» σενάριο, η Μαλέα αντιλαμβάνεται επιπλέον το δράμα μόνο επιδερμικά: βάζοντας τους ηθοποιούς της να υστεριάζουν ακόμη και όταν απλά περπατούν (με ίσως μοναδική εξαίρεση τη φιλότιμη προσπάθεια της Γιούλικας Σκαφιδά που πολύ γρήγορα πέφτει στο κενό), ζουμάροντας με την κάμερα σε πρόσωπα που κάνουν ψεύτικες γκριμάτσες πόνου και αγωνίας, φωτίζοντας δήθεν «σκοτεινά» τις επίμαχες σκηνές και φορτώνοντας τις με υποβλητική μουσική και αχρείαστους διαλόγους.

Ολο το πρώτο μέρος αναλώνεται σε μια πραγματικά άνευ επιτρεπτών (της ανθρώπινης αντοχής) ορίων υστερία, καθώς η Μαλέα προσπαθεί να χτίσει το περιβάλλον μιας καταπιεστικής μητέρας που καθρεφτίζει στην 11χρονη κόρη της όλα τα δικά της «θέλω» με φόντο έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό μαγειρικής. Και τα ντεσιμπέλ της υστερίας δεν σταματούν (μάλλον δυναμώνουν), ούτε όταν στο δεύτερο μέρος αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε τι ακριβώς μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό το, αρχικά λίγο και στη συνέχεια ολοκληρωτικά «τραβηγμένο από τα μαλλιά», οικογενειακό δράμα.

Δεν είναι μόνο το γκροτέσκο που παραμονεύει από την αρχή σε κάθε γωνιά του φιλμ και όταν ελευθερώνεται στο δεύτερο μέρος κυριεύει με σχεδόν σαδιστική μανία τα πάντα, σε τέτοιο σημείο που πραγματικά δεν πιστεύεις στα μάτια σου.

Ούτε μόνο η κάτι παραπάνω από διάχυτη επιθυμία της ταινίας να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές της (την υστερική μαμά, την μπερδεμένη παιδοψυχολόγο, τον καλλιτέχνη μπαμπά, το παιδί - θύμα, ακόμη και το σκυλί μινιατούρα) σαν ένα διαρκές «όποιος φταίει θα πληρώσει με τον χειρότερο τρόπο και όποιος δεν φταίει θα πληρώσει γιατί αλλιώς δεν θα βλέπαμε δράμα», λες και η τιιμωρία των οποιοδήποτε ελλατωμάτων ή λαθών του κάθε ανθρώπου είναι η μοναδική λύση για να επέλθει η κάθαρση - στο σινεμά ή την πραγματική ζωή.

Είναι η διαρκής αίσθηση που δεν μπορείς να αποβάλλεις πώς είναι αδύνατον να έχει σκεφτεί κάποιος αυτόν τον τρόπο για να μιλήσει για ένα τόσο σοβαρό θέμα, υπονομεύοντάς το σε μια σειρά φτηνών φαντεζί αγριοτήτων και ακόμη πιο φτηνών άκομψων συμβολισμών, καταλήγοντας σε ένα κατά λάθος ούτε καν αστείο θέαμα που υποψιάζει ακόμη και για τις «καλές» προθέσεις του αλλά - το κυριότερο - για το πόσο σέβεται, πριν από τον οποιονδήποτε θεατή, τους ίδιους τους ήρωές του.