Φυλακισμένη σε έναν πύργο από την ημέρα που γεννήθηκε, η πριγκίπισα Ραπουνζέλ με τα μακριά μαλλιά συναντά έναν περιπλανώμενο μικροαπατεώνα και μαζί του ξεκινά την μεγάλη εξόρμηση στον έξω κόσμο.

Eχουν περάσει περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, αλλά πενήντα μεγάλου μήκους μετά τη «Χιονάτη» του 1937, η συνταγή της Disney μοιάζει πλέον όχι μόνο αλάνθαστη αλλά εντυπωσιακά ευπροσάρμοστη στις εξελίξεις της τεχνολογίας. Η επέλαση του ψηφιακού animation μπορεί να απείλησε προς στιγμήν το παραδοσιακό σχέδιο με το οποίο η Disney έγραψε την ιστορία των κινουμένων σχεδίων, αλλά, όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκε απλά επιμονή και μερικές έξυπνες κινήσεις για να μπορεί εν έτει 2011 το «Μαλλιά Κουβάρια» να μην έχει να ζηλέψει, τουλάχιστον σχεδιαστικά, τίποτα από κανένα «Toy Story».

Επαναλαμβάνοντας με θρησκευτική προσήλωση αυτό που πίστευε πάντοτε ο Γουολτ Ντίσνεϊ («οι ταινίες δεν φτιάχνονται για να απευθύνονται ούτε σε ενήλικες ούτε σε παιδιά, αλλά στο παιδί που όλοι ήμασταν κάποτε»), το «Mαλλιά Κουβάρια» καλύπτει όλον τον χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή του «Βασιλιά Των Λιονταριών» και μπορεί ήδη να καταχωρηθεί εκτός από το πιο ακριβό animation όλων των εποχών (υπολογίζεται ότι κόστισε 260 εκατομμύρια δολάρια) και ως ένα από τα καλύτερα φιλμ της εταιρίας σε ολόκληρη την ιστορία της Disney. Η ψηφιακή προσομοίωση του παραδοσιακού σχεδίου δίνει στην κίνηση των ηρώων και του περιβάλλοντος χώρου μια τόσο αβίαστη αληθοφάνεια που σε στιγμές ξεχνάς πως παρακολουθείς κινούμενα σχέδια. Με σημαία τα πλούσια μαλλιά της Ραπουνζέλ, ο κόσμος των αδερφών Γκριμ δεν ζωντανεύει απλά σε ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με αναφορές στην κλασική ζωγραφική του ρομαντισμού αλλά καταφέρνει να διατηρήσει την αθωότητα και την διαχρονικότητα του ακόμη και όταν οι τρεις διαστάσεις επιβεβαιώνουν πως με τη σωστή χρήση της τεχνολογίας ακόμη και ένα κλασικό παραμύθι μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις σύγχρονης παραβολής.

Συνδυάζοντας συναρπαστικά το μιούζικαλ με την κωμωδία και το δράμα με ένα μήνυμα bigger than life, το μόνο για το οποίο θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς την Disney είναι ο διαρκής φόβος της να μην ξεπεράσει το όριο μετά το οποίο οι ταινίες της θα απευθύνονταν ισότιμα και σε έναν ενήλικα, ο οποίος – είναι αλήθεια - χρειάζεται κάτι πιο «σκοτεινό» για να θυμηθεί το παιδί που κρύβει μέσα του.