Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’20 και το καλοκαίρι στη Γαλλική Ριβιέρα είναι «καυτό». Ενας Εγγλέζος μάγος ξαφνικά καταφθάνει, όχι ως ένας απλός παραθεριστής, αλλά ως ο άνθρωπος που του έχει ανατεθεί να διεισδύσει και να διαλευκάνει μια απάτη και να ξεσκεπάσει μια νεαρή Αμερικανίδα που έχει ξετρελάνει την αριστοκρατία με τις πνευματικές της δυνάμεις.

Για όλους όσους πιστεύουν ότι ο Γούντι Αλεν δεν ξέρει τι ακριβώς κάνει, γυρίζοντας μια ταινία κάθε χρόνο τις τελευταίες δεκαετίες (φτάνοντας αισίως στην 45η), την απάντηση τη δίνει ο ίδιος σε μια από τις σκηνές του νέου του φιλμ, όταν ο Κόλιν Φερθ, μάγος και φανατικός εχθρός της όποιας ύπαρξης του άλλου κόσμου αποκαλύπτει ποιος είναι ο βασικός κανόνας της μαγείας:

«Δεν κάνεις το ίδιο τρικ δέυτερη φορά γιατί κινδυνεύεις να πιαστείς». Εκτός αν είσαι ο Γούντι Αλεν, θα προσθέσουμε.

Σε αυτήν την περίπτωση, το τρικ που έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν λειτουργεί κάθε φορά - άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο και κάθε φορά που είσαι σίγουρος ότι ο Αλεν έχει «πιαστεί» στα γρανάζια μιας αυτόματης μηχανής που γεννάει ταινίες, κάτι γίνεται και διαψεύδεσαι.

Για κάθε «Στη Ρώμη με Αγάπη» υπάρχει πάντα μια «Θλιμμένη Τζάσμιν», για κάθε «Θα Γνωρίσεις Εναν Ψηλό Μελαχρινό Ανδρα» υπάρχει πάντα ένα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», σε μια αέναη αλληλουχία μέτριων και από καλών μέχρι πολύ καλών ταινιών που συνεχίζει, ακόμη και στην πέμπτη δεκαετία της φιλμογραφίας του να διατηρεί τη μαγεία της. Ακόμη και αν είναι απλά το πρότζεκτ ζωής ενός υπεραπαραγωγικού δημιουργού που γράφει πιο γρήγορα κι από όσο σκηνοθετεί, χωρίς να εκπλήσσει ή να μπορεί πλέον να συγκινήσει όπως έκανε κάποτε.

Το «Μαγεια στο Σεληνόφως» - ευτυχώς – δεν είναι η ταινία που στο παραπάνω σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να περιμένουμε την επόμενη (η οποία έχει ήδη ολοκληρώσει τα γυρίσματά της) για να την ξεχάσουμε.

Η μοίρα το φέρνει ακριβώς μετά τον θρίαμβο της «Θλιμμένης Τζάσμιν» - της ίσως καλύτερης ταινίας του Αλεν από την εποχή του «Match Point» - και κάθε σύγκριση με αυτήν δεν την ευνοεί ούτε στο ελάχιστο, αλλά ο Γούντι Αλεν κάνει εδώ αυτό που ξέρει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε: παίρνει μια απλή ιδέα και φτιάχνει ανάλαφρο, διασκεδαστικό, γοητευτικά μπουλβάρ, και – ειδικά εδώ – ακαταμάχητα όμορφο σινεμά.

Τίποτα σπουδαίο δηλαδή και ταυτόχρονα κάτι που όσο διαρκεί μοιάζει αδύνατον να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω του.

Φταίει η γαλλική Ριβιέρα της δεκαετίας του ’20 με τους υπέροχους κήπους, τις αριστοκρατικές βίλες και τους γκρεμούς που σου κόβουν την ανάσα. Φταίνε τα τσάρλεστον φορέματα και τα αψεγάδιαστα κοστούμια. Φταίει η τζαζ – εδώ στην εποχή της – που ακούγεται από τα open parties κάθε βράδυ όταν πέσει ο ήλιος. Φταίει η ηλιοκαμμένη φωτογραφία του Ντάριους Κόντζι που κάνει γοητευτική ακόμη και μια μπόρα στη μέση του πουθενά. Φταίει ο Κόλιν Φερθ που (στην πιο ελαφριά γουντιαλενική μίμιση πρωταγωνιστή του Αλεν) θα χτίσει έναν αξιαγάπητο αντιπαθή και συμπαθητικά αφόρητο χαρακτήρα στα όρια της νεύρωσης. Φταίει η Εμα Στόουν με τα μεγάλα μάτια που φέρνει την γήινη αύρα ενός απόκοσμου πλάσματος – τόσο ιδανικά ενσωματωμένη στο γουντιαλενικό σύμπαν.

Φταίει και ο Γούντι Αλεν που διασκεδάζει για ακόμη μια φορά με μια κωμωδία παρεξηγήσεων, ένα παραδοσιακό και old-school μπουλβάρ μέσα στo οποία μπορεί να συμπεριλάβει αναφορές στον Φρόιντ και τον Νίτσε, μια ακόμη εξερεύνηση του σύμπαντος της μαγείας (ευτυχώς πολύ καλύτερα από το «Scoop»), μια υπέροχη σκηνή σε ένα αστεροσκοπείο και – αν και πολύ λίγους - χαρισματικούς διαλόγους πάνω στη ζωή, τον έρωτα και το ρομάντζο, έτσι όπως αυτό λείπει από την καθημερινότητα και το σινεμά.

Το ότι αρνείται πεισματικά να κάνει την ταινία του κάτι παραπάνω από αυτό, φλερτάροντας επικίνδυνα με το απόλυτο τίποτα ειδικά στο πιο αδύναμο δεύτερο μέρος, είναι μέρος του όλου πρότζεκτ «Γούντι Αλεν» Αντίθετα με τον βασικό κανόνα που αναφέραμε παραπάνω, ακόμη και οι μεγαλύτεροι μάγοι επιμένουν να κάνουν τα ίδια τρικ σε όλη τους την καριέρα, ακόμη κι αν ξέρουν ότι μπορεί να πιαστούν. Just for the fun of it…

Διαβάστε ακόμη: