Βρισκόμαστε σε μία απομακρυσμένη βίλα και σε μία αδιευκρίνιστης ταυτότητας χώρα της νότιας Ευρώπης. Οι σκηνές που παίζονται από την ανοιχτή τηλεόραση παραπέμπουν έντονα στην οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και τις αιματοβαμμένες διαδηλώσεις στο Σύνταγμα (όμως η Κυβέρνηση της ταινίας είναι ξεκάθαρα φιξιόν: είχε την τσίπα να παραιτηθεί, όπως μας ενημερώνει ο εκφωνητής των ειδήσεων). Η Αν είναι μία νεαρή γυναίκα, παντρεμένη με έναν μεσήλικα ψυχίατρο, μαθητή του πατέρα της, ο οποίος δολοφονήθηκε πριν από δύο χρόνια - γεγονός που την έχει κλονίσει. Ο σύζυγός της την χαπακώνει καθημερινά, της εξηγεί ότι χωρίς την φαρμακευτική της αγωγή είναι παράφρων και επικίνδυνη, ή, το λιγότερο, «μπερδεμένη». Η Αν έχει φτάσει σε σημείο να μην θυμάται τίποτα. Ούτε τον κωδικό για να ξεκλειδώσει το κινητό της.

Μόνο που εκείνη την μέρα, που ο άντρας της την αφήνει μόνη για να τρέξει στην κλινική για κάτι έκτακτο κι επείγον, η Αν δε θα πάρει τα χάπια της. Μέσα στον βαθύ της ύπνο ακούει κάποιον να παραβιάζει την μπαλκονόπορτα και πριν καταλάβει τι έχει συμβεί, πέφτει θύμα ενός νεαρού που βιάζει το σώμα και τη λογική της: νομίζει ότι ο άντρας της την αγαπάει, νομίζει ότι η ψυχιατρική κλινική του επιτελεί έργο, νομίζει ότι εκείνος θα επιστρέψει απόψε για να τη σώσει. Στην ουσία θα τη σκοτώσει και θα δραπετεύσει με τα οικογενειακά χρήματα.

Ο,τι ακολουθεί ανάμεσα σε αυτό το τρίγωνο -γυναίκα, το βίαιο ξύπνημα της συνείδησής της και τον σκοτεινών προθέσεων σύζυγο- φλερτάρει με την πραγματικότητα, την παράνοια και το ξύπνημα σε εφιάλτη μέσα στον εφιάλτη.

Οι ιδέες και οι καλές προθέσεις σε αυτό το δύσκολο σινεμά είδους που επιχειρεί ο Βασίλης Κατσίκης («CCTV», «Άι-Φορ: Λούφα και Απαλλαγή») είναι βέβαιο ότι υπάρχουν. Οπως υπάρχουν και οι σινεφίλ επιρροές (από την χιτσκοκική αστή ξανθιά, μέχρι την «Τριερική» απομόνωση του ζεύγους στην «Antichrist» απειλητική εξοχή, μέχρι το κλείσιμο ματιού στον Πέκινπα με το σπάσιμο των γυαλιών του ήρωα).

Αυτό που μπερδεύει είναι η εκτέλεση. Δεν είναι ξεκάθαρο αν το αποτέλεσμα στοχεύει σ' ένα στιβαρό θρίλερ, μια αλληγορία που θα χειριζόταν το ψυχολογικό σασπένς με τον τρόπο του Κιούμπρικ, του Πολάνσκι ή του Χίτσκοκ, ή αν επιθυμεί και καλωσορίζει την camp διάσταση των ταινιών τρόμου που φλερτάρουν με την υπερβολή. Οσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι καλύπτονται με ένα πέπλο σοβαροφάνειας (όχι μόνο σεναριακά, αλλά και στο στήσιμο - κινηματογράφηση, φωτισμοί, σκηνογραφία κλπ). Οσα αποκαλύπτονται στο ψυχιατρικό ίδρυμα καταφεύγουν, μάλλον άθελά τους, σε μία εξωφρενική cult διάσταση.

Η Τες Σπέντζος, η ξανθιά πρωταγωνίστρια (και ανηψιά της γνωστής κινηματογραφικής οικογενείας) είναι ένα ωραίο λαμπερό κορίτσι, αλλά δεν έχει ακόμα την υποκριτική στιβαρότητα για να ανταποκριθεί με δυναμισμό στη φρενήτιδα του ρόλου. Παράλληλα, η επιλογή του Αρις Αθαν για το ρόλο του νεαρού εισβολέα, παραπέμπει σε Ρόμπερτ Πάτινσον εφηβικές ταινίες τρόμου. Μόνο ο Πίτερ Τζέραλντ, ως διπρόσωπος σύζυγος, επιδεικνύει ταλέντο και ικανότητα για να κρατήσει ισορροπίες και σε στιγμές να παγώσει το αίμα σου.