Κάθε γκολ ταυτίζεται στη συνείδηση των οπαδών με τον ποδοσφαιριστή που σκοράρει, ελάχιστοι όμως θυμούνται ότι πριν από την ευτυχή και πανηγυρική αυτή κατάληξη προϋπάρχει η πάσα που οδήγησε σε αυτό. Αυτή η τόσο απλή και σοφή παραδοχή είναι η κεντρική ιδέα του «Αναζητώντας τον Ερικ» του Κεν Λόουτς, μιας ταινίας που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην εκτενή και σπουδαία φιλμογραφία του, καθώς είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ο Αγγλος σκηνοθέτης καταπιάστηκε με το είδος της κωμωδίας και απότελεί μια όαση αισιοδοξίας μέσα στο ασφυκτικά ρεαλιστικό και μάχιμο σύμπαν του, δύο χρόνια μάλιστα μετά τον θρίαμβο του πρώτου Χρυσού Φοίνικα που κατέκτησε με το «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι».

Κι αν η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, παρά τη συμμετοχή της το 2009 στο Επίσημο Διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Καννών, τη σταθερή απόδοση του σκηνοθέτη στο εγχώριο box office και την παρουσία του θρύλου της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ Ερίκ Καντονά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η απόδειξη ότι ο Λόουτς μπορεί τελικά να σκοράρει ακόμα και εκτός έδρας έρχεται μόλις αυτή την εβδομάδα και μετά από εννέα χρόνια στις αίθουσες της χώρας μας για να μας υπενθυμίσει απρόσμενα, αλλά και τόσο χαρακτηριστικά για τον δημιουργό της, την ακρογωνιαία σημασία που έχουν η αλληλεγγύη και η ομαδικότητα. Το σινεμά, όπως και το ποδόσφαιρο άλλωστε, είναι ομαδικό αγώνισμα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. «Ολα ξεκίνησαν με μια όμορφη πάσα από τον Ερίκ Καντονά», σπεύδει να μας πληροφορήσει η εισαγωγή του «Αναζητώντας τον Ερικ», μια δήλωση που όχι μόνο προοικονομεί την δραματουργική εξέλιξη της ταινίας, αλλά αντικατοπτρίζει και τις περιστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία της. Ο αποκαλούμενος ακόμα και σήμερα από τους θαυμαστές του «Βασιλιάς Ερίκ», ο οποίος μετά την ένδοξη κι επεισοδιακή ποδοσφαιρική του καριέρα μεταπήδησε στην υποκριτική, ήταν εκείνος που εξέπληξε τον Αγγλο σκηνοθέτη, προτείνοντάς του να γυρίσουν μαζί μια ταινία.

Ο Λόουτς, αν και μεγάλος ποδοσφαιρόφιλος (αρκεί να θυμηθούμε τη σκηνή του ποδοσφαιρικού αγώνα στο «Kes»), γοητεύτηκε μεν από την πρόταση, παρέμεινε όμως επιφυλακτικός λόγω της περιβόητης απροθυμίας του να συνεργάζεται με διασημότητες, πόσο μάλλον με ένα λαϊκό ίνδαλμα σαν τον Καντονά. Μετά τη συνάντηση των δύο ανδρών στο Φεστιβάλ των Καννών, με τη συμμετοχή του σεναριογράφου και σταθερού συνεργάτη του Λόουτς, Πολ Λάβερτι, η αρχική σεναριακή ιδέα του Γάλλου ποδοσφαιριστή για έναν φανατικό θαυμαστή του, που τον ακολουθεί κατά τη μεταγραφή του από την Λιντς στην Μάντσεστερ Γουνάϊτεντ (ευτυχώς) απορρίφθηκε κι έδωσε τη θέση της στην ιστορία του Έρικ Μπίσοπ. Το «Αναζητώντας τον Ερικ» (ή τον Ερίκ, η παρήχηση των δύο ονομάτων δεν είναι καθόλου τυχαία, άλλωστε) ήταν πλέον γεγονός.

Ως γνήσιος και τυπικός χαρακτήρας του Κεν Λόουτς, ο μεσήλικας Ερικ Μπίσοπ είναι (άλλος) ένας εκπρόσωπος της αγγλικής εργατικής τάξης και κυρίως ένας άνδρας σε κρίση, τον οποίο συναντάμε για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση και μια ανεπιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας, στην οποία τον οδήγησε η συνάντηση με την πρώτη του σύζυγο. Με δύο αποτυχημένους γάμους στο ενεργητικό του, ο ταχυδρόμος στο επάγγελμα Ερικ βρίσκει μοναδική διέξοδο στο ποδόσφαιρο και στο ίνδαλμά του, που δεν είναι άλλος από τον Ερίκ Καντονά. Στην αφίσα του Καντονά, που κρέμεται στον τοίχο του δωματίου του χρόνια μετά την απόσυρση του Γάλλου ποδοσφαιριστή από την ενεργό δράση, ο Ερικ εκμυστηρεύεται τους φόβους του και τα παράπονά του για μια ζωή στην οποία όλα δείχνουν πως πήρε τις λάθος αποφάσεις, αφού εκτός από τη μοναξιά της προσωπικής του ζωής, αναγκάζεται να συγκατοικεί με τους δύο προβληματικούς θετούς γιους του από το δεύτερο γάμο του.

Οι ποδοσφαιρόφιλοι φίλοι και συνάδελφοι του Ερικ προσπαθούν φιλότιμα να του ανεβάσουν το ηθικό, ο εσωστρεφής ταχυδρόμος, ωστόσο, δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τα οικογενειακά και προσωπικά του προβλήματα: εκτός από τις ενοχές που ξύπνησε η συνάντηση με την πρώτη του σύζυγο, ο μεγαλύτερος γιος του έχει μπλεξίματα με τον αρχηγό μιας τοπικής συμμορίας κακοποιών και κρύβει για λογαριασμό του στο σπίτι τους ένα πιστόλι. Τα πράγματα θα πάρουν απροσδόκητη τροπή, όταν μετά από ένα τσιγαριλίκι που ο Έρικ θα κλέψει από την κρυψώνα του γιου του, θα εμφανιστεί μπροστά του ως από μηχανής θεός ο ίδιος ο Ερίκ Καντονά, ο οποίος με τους διάσημους κρυπτικούς κι ακατάληπτους φιλοσοφικούς του αφορισμούς (βλέπε κοινώς αερολογίες) θα αλλάξει τη ζωή του ταπεινού και άσημου συνονόματού του.

Ο Λόουτς σκοράρει από τη σέντρα σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από κάθε άλλον, να κινηματογραφεί δηλαδή με τον μοναδικό συνδυασμό ρεαλισμού και ανθρωπιάς που διατρέχει το σύνολο του έργου του απλούς και καθημερινούς εκπροσώπους της εργατικής τάξης της χώρας του στον αγώνα για μια καλύτερη και αξιοπρεπή ζωή, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα όλες τις σημαντικές ή ασήμαντες λεπτομέρειες που στοιχειοθετούν την ταξική τους συνείδηση. Το ποδόσφαιρό κατέχει περίοπτη θέση κι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της lad culture, όπως αυτή εκφράζεται εδώ από τον Ερικ και την ομάδα των (αξιαγάπητων, είναι αλήθεια) φίλων και συναδέλφων του, αποκτά επομένως μια ξεκάθαρα πολιτική διάσταση συλλογικής δράσης και έκφρασης και γίνεται ένα μέσο κοινωνικής εκτόνωσης και συνοχής.

Η θεοποίηση του Ερίκ Καντονά από τον συνονόματό του πρωταγωνιστή της ταινίας, ερμηνευμένο με παλμό, νεύρο και ακατέργαστη αμεσότητα από τον πρώην μπασίστα των The Fall Στιβ Εβετς, δίνει ταυτόχρονα την ευκαιρία στον Λόουτς να κάνει μια αναζωογονητική και feelgood (όσο κι αν ακούγεται αυτό οξύμωρο για τα δεδομένα του σκηνοθέτη) ανάπαυλα από το γνώριμο ύφος του και να παραδοθεί στον …μαγικό ρεαλισμό με τον ενθουσιασμό του φίλαθλου που παρακολουθεί από τις κερκίδες την αγαπημένη του ομάδα. Το ποδόσφαιρο, όπως και το σινεμά άλλωστε, είναι (και) μια απόδραση από την καθημερινότητα, μια έκρηξη αδρεναλίνης που κάνει την πραγματικότητα πιο υποφερτή.

Οι Λόουτς και Λάβερτι κλείνουν ειρωνικά και παιχνιδιάρικα το μάτι στην εικόνα του παλαίμαχου πλέον Γάλλου ποδοσφαιριστή και στην παρακαταθήκη του στην ποδοσφαιρική (και γιατί όχι και στην ποπ) κουλτούρα, τοποθετώντας τον σto ρόλο ενός life coach που ξεστομίζει ανερυθρίαστα και με χαρακτηριστική (δίγλωσση) άνεση συμβουλές επιπέδου βασικού βιβλίου αυτοβοήθειας, οι οποίες ωστόσο παραπέμπουν σε δηλώσεις που είχε κάνει ο ίδιος ο Καντονά στην πραγματική ζωή. Η παραδοχή του ποδοσφαιριστή ότι η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του δεν ήταν κάποιο από τα περίτεχνα γκολ για τα οποία δοξάστηκε, αλλά η πάσα που έδωσε στον Ντένις Έργουιν για να σκοράρει στον αγώνα εναντίον των Spurs θα θέσει το έναυσμα για να στραφεί ο Έρικ στους φίλους του για βοήθεια και να συνειδητοποιήσει την αξία της συλλογικής δράσης.

Αυτό το πάντρεμα του ποδοσφαίρου με την αριστερή και ιδεαλιστική κοσμοθεωρία του Λόουτς θα οδηγήσει σε μία εξωφρενικά αστεία κι ενδεχομένως εξωπραγματικά αφελή κορύφωση, θα χαρίσει, ωστόσο, στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη ένα σπάνιο, τρυφερό happy end και στον θεατή ένα ζεστό κι εγκάρδιο χαμόγελο μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους.