Σε ένα πενταόροφο κτίριο, στη μέση μιας εργατικής γειτονιάς, ο Φρανσουά δολοφονεί τον Βαλεντίν και κλειδώνεται στο δωμάτιό του, στην κορυφή του κτιρίου. Σε λίγο συγκεντρώνεται πλήθος και καταφθάνουν αστυνομικές δυνάμεις που περικυκλώνουν το κτίριο και περιμένουν να ξημερώσει για να εφορμήσουν. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Φρανσουά ανατρέχει νοερά στο παρελθόν και ξετυλίγει το κουβάρι των γεγονότων που τον οδήγησαν στην παρούσα στιγμή.

Το «Ξημερώνει» (πρωτότυπος τίτλος «Le Jour se Lève») κινδύνευσε δύο φορές να χαθεί από προσώπου γης, πριν «σωθεί» και επιβιώσει ως εξέχον δείγμα του λεγόμενου ποιητικού ρεαλισμού, τον οποίο χρεώθηκαν ως είδος αλλά και ουσία ο Μαρσέλ Καρνέ με τον Ζακ Πρεβέρ στις ταινίες που ο πρώτος σκηνοθέτησε και ο δεύτερος έγραψε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο - πιο χαρακτηριστικές, το «Λιμάνι των Απόκληρων» του 1938, το «Ξημερώνει», οι «Επισκέπτες της Νύχτας» του 1942 και φυσικά το πιο αριστούργημα όλων, «Τα Παιδιά του Παραδείσου» του 1945.

Αρχικά η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες ένα χρόνο πριν την παράδοση της χώρας στις ναζιστικές δυνάμεις, τον Ιούνιο του 1939,. Λίγο όμως αργότερα απαγορεύθηκε από την Κυβέρνηση του Βισί ως «ανήθικη» για να βγει ξανά στις αίθουσες με το τέλος του πολέμου και να κερδίσει θαυμαστές και κριτική αποδοχή.

Το 1947, όμως, η RKO Radio Pictures θέλησε να κάνει ένα αμερικανικό ριμέικ της ταινίας, το οποίο τελικά γυρίστηκε με τον τίτλο «The Long Night» και πρωταγωνιστές τον Χένρι Φόντα και την Μπάρμπαρα Ντελ Γκέντες στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση. Η εταιρία, προκειμένου να σιγουρέψει την επιτυχία της ταινίας, προσπάθησε να καταστρέψει όλες τις υπάρχουσες κόπιες της πρωτότυπης γαλλικής. Οπως αναφέρουν ιστορικοί της εποχής, για πολύ καιρό όλοι πίστευαν πως η ταινία είχε χαθεί ολοκληρωτικά, μέχρι που κάποιες κόπιες της βρέθηκαν για να κρατήσουν ζωντανό το μύθο της μέσα στα χρόνια.

Από τη μία, μπορείς να αντιληφθείς χωρίς δεύτερη σκέψη πόσο «ανήθικη» ήταν μια ταινία που όχι μόνο εξευγένιζε τον υπόκοσμο, αλλά έκανε ένα δολοφόνο ρομαντικό ήρωα ενός αδηφάγου πλήθους και τέλειωνε με ένα (συγκλονιστικό) βομβαρδισμένο τοπίο, προφητικά, ακριβώς λίγο πριν την «αυγή» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και από την άλλη δεν είναι καθόλου δύσκολο να νιώσεις τη «ζήλεια» των Αμερικάνων απέναντι στο αξεπέραστο οικοδόμημα του Μαρσέλ Καρνέ που, δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν θα μπορούσε ποτέ να μεταφερθεί με την ίδια ένταση, μελαγχολία, λυτρωτική αρμονία σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, οποιαδήποτε άλλη πόλη, με οποιονδήποτε άλλο πρωταγωνιστή, με οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη.

Προσοχή, μην αναζητήσετε τον ποιητικό ρεαλισμό σε λάθος μέρη.

Η ποίηση βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο οι Πρεβέρ και Καρνέ κάνουν την ιστορία του «Ξημερώνει» να μοιάζει περισσότερο με ένα σκοτεινό παραμύθι παρά με ένα φιλμ νουάρ, την ίδια ώρα που οι καταραμένοι ήρωές του θυμίζουν παιδιά που ανταλλάσσουν την τρυφερότητα με την εκμετάλλευση και την αθωότητα με τη βία, ζητώντας μια δική τους στιγμή μέσα στο χρόνο που δεν θα τους δοθεί ποτε και από κανέναν.

Ο ρεαλισμός βρίσκεται στο «σκηνικό» του Παρισιού, συνειδητά τεχνητού, φτιαγμένου μέσα σε στούντιο, όχι τόσο για να μοιάζει με μια γοτθική μητρόπολη, πνιγμένη στην ομίχλη, αλλά κυρίως για να επιτρέψει στον Μαρσέλ Καρνέ να κινηματογραφήσει την «ομηρία» του πρωταγωνιστή του με μοναδικούς (για την εποχή, αλλά και διαχρονικά μοντέρνους) όρους αρχιτεκτονικού σασπένς.

Σαν ακόμη ένας χρόνος αφήγησης, η κάμερα του Καρνέ αιωρείται ανάμεσα στο παρόν του Φρανσουά, στα απόλυτα ενταγμένα μέσα στην ιστορία πισωγυρίσματα στο χρόνο που ξετυλίγουν τα γεγονότα που τον οδήγησαν στο φόνο (από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν την τεχνική των flash backs) και σε όλες εκείνες τις σιωπές, τις ανάσες και τα μελαγχολικά βλέμματα που στοιχειώνουν τον θεατή καθώς αυτός ανακαλύπτει την μεγαλειώδη και τραγική ερωτική ιστορία που κρύβεται πίσω από το φαινομενικό policier που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.

Περνώντας μέσα από τις τρύπες από τις σφαίρες πάνω στα τζάμια του μικρού δωματίου του Φρανσουά, κατά μήκος της σκάλας του πενταόροφου κτιρίου (σε ένα από τα πιο διάσημα πλάνα της ταινίας), μπροστά από το σπαρακτικό βλέμμα του Ζαν Γκαμπέν εδώ σε μια μεγαλειώδη ερμηνεία, στην αιθέρια κίνηση της Αρλετί και την σαρωτική εμμονή του Ζιλ Μπερί, η κάμερα του Καρνέ δεν σταματάει να κινείται ακόμη κι όταν είναι ολοφάνερο πως αυτό το σκοτεινό παραμύθι μιλάει για περισσότερα πράγματα από έναν άντρα που οδηγείται στο φόνο από αγάπη.

Βρισκόμαστε στο 1939, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι άνθρωποι έχουν χάσει πια κάθε ελπίδα. Κρατιούνται ζωντανοί μόνο από ένα βλέμμα, μια επιθυμία, μια φευγαλέα υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Και αποτυγχάνουν. Οδηγούνται στο έγκλημα, μόνοι, έχοντας χάσει αυτό που αγαπούν περισσότερο στη ζωή. Και ξέρουν πως η μέρα που «ξημερώνει» είναι η αρχή ενός πολέμου, σαν αυτόν που οι ήρωες αυτής της αψεγάδιαστης, πικρής, μελαγχολικής και ταυτόχρονα λυτρωτικής ταινίας ζουν ακόμη πριν ξεκινήσουν επίσημα οι εχθροπραξίες. Πρώτοι και τελευταίοι ήρωες και μαζί πρώτα και τελευταία θύματα ενός κόσμου έτοιμου να χάσει τα πάντα και ίσως γι’ αυτό ανεξέλεγχτα αλλά και επώδυνα ρομαντικού.