Δύο μοντέρνα παριζιάνικα παντρεμένα ζευγάρια συμφωνούν στην ανταλλαγή συντρόφων και μία τετράπτυχη σχέση ξεκινά χωρίς κανόνες, ενοχές ή δράματα. Οι τέσσερις laissez-faire εραστές νομίζουν ότι βρήκαν τον τρόπο να πολλαπλασιάσουν το ερωτικό συναίσθημα, αλλά δεν υπολόγισαν ότι ταυτόχρονα τετραγωνίζονται και οι ανασφάλειές τους. Γιατί, ακόμα κι όταν αφαιρείται η ηθική από την εξίσωση, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη ζήλεια.

Ενα από τα πιο θετικά στοιχεία του σεναρίου (που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης Αντονί Κορντιέ μαζί με την μόνιμη συνεργάτιδά του Ζουλί Περ) είναι ότι στήνει το ερωτικό αυτό πείραμα απαλλαγμένο από μοραλιστικές δικαιολογίες, αποφεύγοντας έτσι τα κλισέ. Οι ήρωες δεν υποφέρουν στους γάμους τους, δεν έχουν σταματήσει να αγαπούν τους συζύγους τους, ούτε είναι swingers κυνηγοί σε συνεχή σεξουαλική αναζήτηση. Υπάρχει ένας αβίαστος νατουραλισμός στον τρόπο που σχηματίζεται αυτό το ερωτικό τετράγωνο. Υπάρχει μία σιωπηλή δύναμη στο πώς ο Κορντιέ κινηματογραφεί την έλξη.

Αυτή η φυσικότητα μοιάζει να διαχέεται παντού – στην καθοδήγηση των ηθοποιών, στη ρευστή κίνηση της κάμερας, στο φυσικό φως που κυριαρχεί στα πλάνα. Στους λόγους που επιλέγει τελικά ο Κορντιέ να διαλύσει την πλάνη ότι ένα κρεβάτι θα μπορούσε ποτέ να χωριστεί στα τέσσερα. Μικρές είναι συνήθως οι αφορμές που πυροδοτούν τα μεγάλα μας συμπλέγματα. Σε ανούσιες λεπτομέρειες αποκαλύπτονται οι ουσιαστικές μας ανασφάλειες.

Μόνο που στο σινεμά είναι πολύ μεγάλο στοίχημα να μπορέσεις να διηγηθείς την ιστορία σου χωρίς τη στήριξη ενός τυπικού δράματος - με πρόλογο, τρεις πράξεις και επίλογο. Πολύ ευγενείς οι προθέσεις του Κορντιέ να αφαιρέσει τις αναμενόμενες υστερίες, τις πιασάρικες συγκρούσεις, την στερεότυπα «τραγική» κατάληξη-τιμωρία των αμαρτωλών εραστών. Μόνο που ένας τέτοιος χειρισμός απαιτεί μία εξαιρετική σεναριακή πένα, και μία διορατική σκηνοθετική ματιά που μπορεί να εμβαθύνει στους χαρακτήρες μέσα από το σινεμά παρατήρησης. Ο Κορντιέ δεν έχει αυτή την εμπειρία. Η απόσταση που κρατά από τους ήρωές του δεν καταλήγει ψύχραιμη, αλλά σκέτο ψυχρή. Ποτέ δεν τους μαθαίνουμε, ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τις ανάγκες τους, ποτέ δεν ταυτιζόμαστε. Ποτέ δεν μας πείθουν.

Τους παρατηρούμε να κάνουν σεξ (σε επιτηδευμένα τολμηρές σκηνές), αλλά η γύμνια τους στο φακό δεν συνοδεύεται με ουσιαστική αποκάλυψη των πραγματικών τους εαυτών. Ο ερωτισμός μοιάζει αποκομμένος από το ένστικτο ή την ανάγκη, και σε στιγμές καταλήγει φορσέ (η λεσβιακή σκηνή ήταν εντελώς αστήριχτη, ο φετιχισμός του βίαιου σεξ σχεδόν εφηβικός) ή ακόμα και κωμικός.

Κι όμως οι τέσσερις πρωταγωνιστές κάνουν ό,τι μπορούν. Η Μαρίνα Φουά πλάθει με ένταση την πιο ολοκληρωμένη ηρωίδα, ο εμπειρότερος όλων Ροζντί Ζεμ καταθέτει την πιο στιβαρή ερμηνεία, ενώ οι Ελοντί Μπουσέ και Νικολά Ντουβοσέλ κατεβάζουν τους τόνους και εμπιστεύονται την μποέμικη, ζωώδη γοητεία τους.

Κρίμα, γιατί τελικά η ταινία αφήνει την επίγευση μίας χαμένης ευκαιρίας. Μία ουσιαστικότερη δουλειά στο σενάριο θα μπορούσε να την απογειώσει, ενώ τώρα της μένει η ρετσινιά μιας μπουρζουαζί αμπελοφιλοσοφίας μεσοαστών που παίζουν με τα όρια των θεσμών και των εαυτών τους σχεδόν από ...βαρεμάρα.