Ο Σκοτ είναι ένας αργόσχολος νεαρός με τραυματικές μνήμες, καθώς δεν έχει ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα του, που έχασε τη ζωή του πάνω στο καθήκον του ως πυροσβέστης. Ζει χωρίς καμία φιλοδοξία και υπευθυνότητα, πέρα από την προσπάθειά του να γίνει tattoo artist. Ολα θα αλλάξουν όταν η μητέρα του (Μαρίζα Τομέι) θα ερωτευτεί έναν νεότερο πυροσβέστη, γεγονός που θα αναταράξει τον ψυχικό κόσμο του Σκοτ, ο οποίος θα νιώσει ότι ο πατέρας του πάει να «αντικατασταθεί» - και τότε η ζωη του θα μπει σε άλλη τροχιά με απρόβλεπτες συνέπειες.

Βασισμένη χαλαρά στην ζωή του πρωταγωνιστή του, Πιτ Ντέιβιντσον, πριν βρει το δρόμο του και γνωρίσει την επιτυχία στο τηλεοπτικό Saturday Night Live, θα περίμενε κανείς πως το φιλμ του Τζαντ Απαταου, γραμμένο μαζί με τον Ντέιβιντσον, θα κέρδιζε πόντους από αυτή την αυτοβιογραφική φύση του. Ομως, αντίθετα, μοιάζει αυτάρεσκο και φλύαρο, σαν σελίδες ενός μουτζουρωμένου ημερολογίου γραμμένου από έναν αφηγητή που υπερβολικά βυθισμένο στο μικρόκοσμο του προβληματικού εγώ του για να σε κάνει να νοιαστείς αληθινά για τη διαδρομή του.

Διότι η αλήθεια είναι πως ο ήρωας του Σκοτ, όπως κι αν προσπαθήσεις να τον χαρακτηρίσεις χρυσώνοντας το χάπι και συνυπολογίζοντας τα θέματα της υγείας του - ψυχικής ή εντερικής- και το τραύμα της απώλειας του πατέρα του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εξαιρετικά αντιπαθές, εκνευριστικό και κακομαθημένο αγόρι της μαμάς. Και η ερμηνεία του Ντέιβιντσον, νευρική, υπερβολικά ομιλητική, γεμάτη γκριμάτσες και τικ, δεν βοηθά να τον πάρεις στα σοβαρά ως κάτι παραπάνω από μια καρικατούρα.

Κι αν το φιλμ κατορθώνει στην πορεία να του αναγνωρίσει αρετές και να τον κάνει να «εξιλεωθεί» στα μάτια των θεατών και των ανθρώπων γύρω του, δείχνοντας πως είναι κάτι περισσότερο από ένα κουβάρι από λιγάκι άτεχνα τατού, εγωπάθεια, ανωριμότητα, αναίδεια και μια σειρά από μικρά ή μεγαλύτερα ζητήματα, το πρόβλημα με την ταινία του Απατοου μοιάζει να είναι πως παίρνοντας το παράδειγμα από τον ήρωά της, το κάνει δίχως μέτρο, με τρόπο εξίσου φλύαρο και άμορφο.

Για κάθε σκηνή που λειτουργεί σωστά στο φιμ, για κάθε στιγμιότυπο που βρίσκει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, την ειλικρίνεια και το ψεύτικα χιπστεροπαράξενο, υπάρχει τουλάχιστον μια ακόμη (αν όχι πέντε) που όχι μόνο δεν το κατορθώνουν, μα που μοιάζουν να μην έχουν κανένα λόγο ύπαρξης. Με μια διάρκεια που ξεπερνά κατά πολύ τις δύο ώρες, «Η Τέχνη της Ενηλικίωσης» χωρά μεσα τις σκηνές που δεν οδηγούν πουθενά τη δράση, χαρακτήρες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται δίχως να αφήσουν ίχνη και αρχές ιστορίες που δεν πάνε πολύ μακριά, απλώς συσσωρεύονται και αποσπούν την προσοχή, δίχως να βοηθούν το φιλμ να ορίσει καλύτερα τον ήρωά του, ή τη διαδρομή του.

Είναι σαφές πως κάπου στο βάθος αυτού του συχνά εκνευριστικού one man show του Ντέιβιντσον που είναι στο μεγάλο της μέρος η ταινία, κρύβεται κάτι βαθύτερο, τρυφερό, αστείο και, γιατί όχι, συγκινητικό, αλλα δυστυχώς μόνο στιγμιαία αναδύεται και διακρίνεται με καθαρότητα.