Το 1919 σε ένα ορυχείο στα γαλλογερμανικά σύνορα μια ομάδα Γάλλων ανθρακωρύχων εγκλωβίζεται στα έγκατα της γης, μετά από μια τρομακτική έκρηξη. Οι Γερμανοί συνάδελφοι τους που δουλεύουν στην άλλη μεριά των συνόρων αποφασίζουν να αναλάβουν δράση και οργανώνουν μια ομάδα για τη διάσωση τους.

Πρωτοπόρα στην κινηματογράφηση της και με έναν εντυπωσιακό συνδυασμό των ρευμάτων του ρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού που επικρατούσαν στο σινεμά του μεσοπολέμου στη Γερμανία, η «Συντροφικότητα» θα αποτελούσε την κατάληξη της άτυπης σοσιαλιστικής τριλογίας του Γ. Β. Παμπστ («Το Κουτί της Πανδώρας»), η οποία θα ξεκινούσε με το «Δυτικό Μέτωπο» (1930) και θα συνεχιζόταν ένα χρόνο αργότερα με την «Οπερα της Πεντάρας» (1931). Βασισμένη σε ένα αληθινό εργατικό ατύχημα που συνέβη το 1906 στο Κουριέρ της Γαλλίας και στοίχισε τη ζωή σε 1099 ανθρώπους η δράση μεταφέρθηκε από τον Παμπστ μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και όχι τυχαία αφού, σε έναν καταφανή παραλληλισμό, το ορυχείο που στέκεται ανάμεσα στην Γερμανία και την Γαλλία συμβολίζει όλα όσα χώριζαν ήδη τους δύο λαούς στο μέτωπο του πολέμου.

Οσο όμως προφανής είναι ο συμβολισμός του τοίχου που χωρίζει στη μέση το ορυχείο, τόσο προφανές είναι και το μήνυμα της ενότητας και της αλληλεγγύης που τοποθετεί αυτόματα την «Συντροφικότητα» στην κατηγορία μιας στρατευμένης ταινίας που ειδικά για τον Παμπστ σήμαινε την προώθηση των σοσιαλιστικών ιδεών και της εργατικής αλληλεγγύης μέσα από το σινεμά. Όσο αναγκαίο, όμως, και αν ήταν αυτό το μήνυμα σε μια εποχή που η άνοδος του φασισμού προμήνυε την άνοδο του Χίτλερ και τα δραματικά γεγονότα που θα οδηγούσαν σε έναν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο πιο απλοικό και ξεπερασμένο μοιάζει σήμερα. Ειδικά όταν ο Παμπστ παραδίνεται άνευ όρων στον μελοδραματισμό μέσα από μεγαλειώδεις σκηνές που θυμίζουν βιβλική παραβολή, προκειμένου η έκκληση του για ειρήνη και συναδέλφωση να ακουστεί όσο το δυνατόν πιο δυνατά.

Η εντυπωσιακή κατασκευή της, ο πρωτοφανής για την εποχή ρεαλισμός της, οι τεχνικές καινοτομίες της (όπως η χρήση του συστήματος «μπλιπ» που μείωνε αισθητά τον θόρυβο της κάμερας στα κοντινά πλάνα) και η δεξιοτεχνική φωτογραφία των βετεράνων Ρόμπερτ Μπαμπέρσκε και Φριτζ Άρνο Βάγκνερ εντυπωσιάζουν, ειδικά όταν αναλογιστεί κανείς πως βρισκόμαστε ουσιαστικά στις πρώτες ημέρες του ομιλούντος κινηματογράφου. Όμως, ούτε το εικαστικό κομμάτι της, ούτε ο μύθος της (η ταινία λογοκρίθηκε με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ και έκτοτε ξεχάστηκε στο πέρασμα του χρόνου) είναι στοιχεία ικανά για να χαρίσουν στην «Συντροφικότητα» μια διαχρονικότητα που δεν της ανήκει.