Θέλεις να κάνεις μια ταινια για την Τζούντι Γκάρλαντ.

Από που ξεκινάς;

Και που τελειώνεις;

Πώς αποτυπώνεις το γεγονός ότι από τα 47 χρόνια της ζωής της, σχεδόν τα 45 ήταν ενεργή ως ηθοποιός και τραγουδίστρια, ένα φαινόμενο πάνω και πέρα από την έννοια του παιδιού - θαύματος, ταλέντο από εκείνα που το καλούπι σπάει με τη γέννησή τους και δεν εμφανίζονται ξανά παρά πολλά χρόνια μετά, μια σπουδαία ηθοποιός, μια ακόμη πιο σπουδαία τραγουδίστρια, πρωταγωνίστρια κινηματογραφικών στιγμών που υπερβαίνουν την όποια εμβληματικότητα, είτε κάποιος μιλάει για τον «Μάγο του Οζ», είτε για το «Meet me in St. Louis», είτε το δικό της πικρό και σκοτεινό «Ενα Αστέρι Γεννιέται».

Και κυρίως πώς αποτυπώνεις την πολυπλοκότητα της τραγικής της υπόστασης ως ένα παιδί που δεν έζησε ποτέ ως παιδί αλλά δεν κατάφερε να μεγαλώσει και ποτέ, μια γυναίκα που τραυματίστηκε βαθιά από την αγωνία του να είναι πάντα σε τέλεια φόρμα, μητέρα φτιαγμένη για να αποτύχει, σύζυγος x 5 φτιαγμένη για να προδώσει και να προδοθεί, δίκαια ένα σύμβολο «αγιότητας» για όσα υπέφερε και πλήρωσε με τη ζωή της, ένα σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης τόσο νωρίς στη μεγάλη ιστορία της ανισότητας των δύο φύλων στη βιομηχανία του θεάματος, ένα σύμβολο - από τα πιο δυνατά - του gay liberation και της ορατότητας των μειονοτήτων, ένας θρύλος μεγαλύτερος από τη ζωή αλλά και από τον θάνατο - και κυρίως μεγαλύτερος από όλα όσα δεν πίστευε ποτέ κανείς ότι βρίσκονται ανάμεσα τους.

Από μια άποψη η επιλογή του θεατρικού «End of the Rainbow» του Πίτερ Κίλτερ, που ανέβηκε πρώτη φορά το 2005 και συγκεντρώνει τη δράση του στις παραστάσεις που έδωσε η Τζούντι Γκάρλαντ το 1969 στο Λονδίνο λίγο πριν πεθάνει από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών σε ηλικία 47 ετών, μοιάζει με τη μόνη επιλογή απέναντι στον όγκο της πληροφορίας και των παραπάνω συμβολισμών. Λαμβάνοντας πάντα και σοβαρά υπόψη πως η Τζούντι Γκάρλαντ, αν και δεν έχει χάσει ούτε μέρα που να μην πρωταγωνιστεί στην ποπ κουλτούρα όλων των δεκαετιών μετά το θάνατό της, μοιάζει να έχει ελάχιστη «επαφή» με τις γενιές του σήμερα.

Αυτές οι τελευταίες παραστάσεις της ζωής της στο Λονδίνο ήταν την ίδια στιγμή η σανίδα σωτηρίας της και ο θάνατός της. Της έδωσαν λόγο να συνεχίσει, ακριβώς τη στιγμή όπου όλοι στην Αμερική τη θεωρούσαν μια ξεγραμμένη αλκοολική που δεν θα μπορούσε να τηρήσει κανένα «σοβαρό» συμβόλαιο. Και την ίδια στιγμή την έκαψαν, βυθίζοντάς την μέσα στο εκτυφλωτικό φως του μοναδικό σκηνικού που γνώρισε ως παιδί - θαύμα και έγκλειστη της Metro Goldwyn Mayer, αυτού της σκληρά εργαζόμενης ηθοποιού και τραγουδίστριας.

Σε μια ιδανική μεταφορά ολόκληρης της ζωής της, στο «Τζούντι» ξεχωρίζει το λάιτ μοτίφ μιας γυναίκας που ξυπνάει (όταν και αν έχει καταφέρει κοιμηθεί…) κάθε πρωί χωρίς να είναι σίγουρη πως θα παραμείνει όρθια μέχρι και το βράδυ, όταν θα πρέπει να ανέβει ξανά στη σκηνή και να γίνει η «αγαπημένη» Τζούντι του «Get Happy», του «Trolley Song» και του «Somewhere Over the Rainbow» - τραγούδια όλα που πίσω από την ρυθμική τους ελαφρότητα κουβαλούν όλο το βάρος του κόσμου στον οποίο έζησε και πέθανε η Τζούντι Γκάρλαντ.

Πιο γερασμένη από τα σαράντα της χρόνια από τις καταχρήσεις και σε μια συνεχή αγωνία να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των παραστάσεων, των χρεών που έχει αφήσει πίσω στην Αμερική, της δικαστικής διαμάχης για την κηδεμονία των δύο παιδιών της με τον Σίντνεϊ Λαφτ και ενός νέου γάμου - του πέμπτου της ζωής της, το θεατρικό του Κίλτερ και η ταινία του θεατρικού κατά βάση Ρούπερτ Γκουλντ, βρίσκει την Τζούντι Γκάρλαντ ακριβώς στο σημείο όπου έχει μια τελευταία ευκαιρία να λάμψει. Το «αν θα τα καταφέρει» παύει πια να είναι ένα ερώτημα που περιμένει απάντηση και γίνεται μια προσωπική της αναμέτρηση με τη ζωή.

Προς τιμήν του, ο Ρούπερτ Γκουλντ δεν παρασύρεται από τη φαντασμαγορία της Τζούντι Γκάρλαντ. Η ταινία του είναι μελαγχολική, πικρή, σε στιγμές επώδυνη, κουραστική όπως και η ίδια η καθημερινότητα της πρωταγωνίστριάς του. Οι αντιθέσεις - ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, την ισορροπία και την αστάθεια, την επιτυχία και την αποτυχία - είναι έντονες και με τη βοήθεια του λιγότερου ηλιόλουστου Λονδίνου ως σκηνικού, οι τόνοι είναι μουντοί και η ατμόσφαιρα γκρίζα. Οσο η Γκάρλαντ αντέχει η ταινία είναι αστραφτερή, όσο αυτή καταρρέει η ταινία βυθίζεται μαζί της σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα που προοιωνίζει ακόμη μεγαλύτερες τραγωδίες.

Το «Judy» όμως απέχει πολύ από το να είναι μια μεγάλη ταινία. Σίγουρα μικρότερη από το θρύλο που διαχειρίζεται (με τον ίδιο τρόπο που ήταν ακόμη ωστόσο μικρότερη ταινία το «Επτά Μέρες με τη Μέριλιν» σε σχέση με το μύθο της Μονρό) και σίγουρα μικρότερη από όσα μοιάζει ότι θέλει να πει πέρα από την αληθινή ιστορία της Τζούντι Γκάρλαντ. Ομορφα αν και αχρείαστα flash backs από τα γυρίσματα του «Μάγου του Οζ» προσπαθούν να δώσουν το στίγμα μιας γυναίκας που μεγάλωσε με καταπίεση και χάπια από πολύ τρυφερή ηλικία, την ίδια στιγμή που στο παρόν η ίδια γυναίκα είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από απλά μια γυναίκα εθισμένη στις ουσίες και τη σόου μπιζ. Ο Γκουλντ είναι φανερό ότι τρομάζει μπροστά στις πολλαπλές πτυχές ενός θρύλου, αγγίζοντας με τρόμο κάποιες από αυτές χωρίς ποτέ να μπορέσει να μπει βαθιά στα σπλάχνα τους και να τις ενώσει όλες μαζί σε ένα αποκαλυπτικό πορτρέτο μιας σπουδαίας γυναίκας. Αντ’ αυτού επιλέγει μια στρωτή αφήγηση που ναι μεν σηκώνει το δράμα από τη θεατρική του βάση, αλλά δεν πετυχαίνει ποτέ να το στείλει στη σφαίρα του κινηματογραφικού μύθου.

Εκεί, οταν ο Γκουλντ σηκώνει τα χέρια, αναλαμβάνει - όχι ακριβώς ερήμην του, αφού οφείλουμε πάντα να αποδίδουμε τιμή σε έναν σκηνοθέτη για μια μεγάλη ερμηνεία - η Ρενέ Ζελβέγκερ.

Ακριβώς στα 50 της χρόνια, το πάλαι πότε χρυσό κορίτσι του Χόλιγουντ που εξαφανίστηκε μετά από Οσκαρ και εμπορικές επιτυχίες για να επιστρέψει πριν λίγα χρόνια και να πέσει θύμα ενός πραγματικά αποτρόπαιου bullying για το γεγονός ότι… μεγάλωσε, συγκεντρώνει (με μια βιωματική αγωνία) στο βλέμμα, τα τικ και την πληγωμένη (μεταφορικά και κυριολεκτικά) κορμοστασιά της Τζούντι Γκάρλαντ, τα κομμάτια του μύθου που η ταινία του Γκουλντ δεν τολμά να αγγίξει. Μεταμορφωμένη εξωτερικά για να της μοιάζει, αλλά κυρίως μεταμορφωμένη από την κορφή ως τα νύχια, μέσα κι έξω, για να μπορέσει να βυθιστεί στην περσόνα μιας βαθιά τραυματισμένης αλλά μόνιμα περήφανης γυναίκας, η Ρενέ Ζελβέγκερ «ισορροπεί» κυριολεκτικά περπατώντας με ψηλά τακούνια πάνω στο ναρκοπέδιο της νεύρωσης, της μελαγχολίας, της ανεξαρτησίας, του ταλέντου (τραγουδάει μόνη της τα τραγούδια της ταινίας) και της υστεροφημίας.

Προδίδεται κι αυτή - όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Χοακίν Φίνιξ στο «Joker» για να δώσουμε την αναλογία μιας bigger than life ερμηνείας - από το γεγονός ότι βρίσκεται παρούσα σε κάθε σκηνή μικρή ή μεγάλη σκηνή της ταινίας, αλλά ακόμη και σε αυτό το overdose υποκριτικής δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή την ηρωίδα της. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι την υποδύεται και τις αποδίδει τιμές την ίδια ακριβώς στιγμή, την προστατεύει, την βοηθά να σταθεί στα πόδια της, τη συστήνει σε όλη της την επώδυνα μεγαλοπρεπή αλήθεια σε όσους δεν τη γνωρίζουν, τη δικαιώνει ως όλα όσα ήταν και ως όλα αυτά που θα είναι για πάντα. Στο δρόμο προς, πάνω και μετά το τέλος του ουράνιου τόξου.