Μέσα σε μια μέρα, το Σίλβερτον των Η.Π.Α. δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση ανεμοστρόβιλων, των πιο δυνατών και καταστροφικών στην ιστορία του κόσμου. Ολόκληρη η πόλη βρίσκεται στο έλεος του κυκλώνα, ο οποίος προβλέπεται ότι θα επιδεινώνεται ραγδαία και μοιραία. Ενώ ο πληθυσμός αναζητά καταφύγιο και σωτηρία, κάποιοι προσπαθούν να πλησιάσουν από κοντά το περιστρεφόμενο τέρας για να το μελετήσουν ή να το απαθανατίσουν. Ανάμεσά τους, δυο έφηβοι κι ένα συνεργείο από μανιώδεις κυνηγούς τυφώνων.

Συνηθισμένη κι αναμενόμενη περιπέτεια όπου συνηθισμένοι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με μια αναμενόμενη φυσική καταστροφή. Ο ανεξέλεγκτος κυκλώνας έρχεται να σαρώσει μια φιλήσυχη κοινότητα και οι ήρωες, από παράλογη αγάπη για το ρίσκο, από περιέργεια ή για σοβαρότερους σκοπούς, αναμετρώνται μαζί του. Η μοναδική πρωτοτυπία της ταινίας, η οποία πια δυστυχώς δεν είναι καθόλου πρωτότυπη, βρίσκεται στο ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι γυρισμένη ως found footage, με τις εικόνες να καταγράφονται κουνημένα από τους ίδιους τους ήρωες, σε κάμερες στο χέρι ή κινητά, δίνοντας κατά στιγμές μια ανεβασμένη αίσθηση αμεσότητας και αγωνίας.

Το cgi είναι όσο εντυπωσιακό χρειάζεται, ενορχηστρωμένο από τον «Βλέπω τον Θάνατό σου 5» και βοηθό του Τζέιμς Κάμερον, Στίβεν Κουέιλ, λεωφορεία και αεροπλάνα σηκώνονται μαγικά στον αέρα και σπίτια ολόκληρα ίπτανται σαν εκείνο της Ντόροθι, με αντίστοιχα εντατική generic μουσική υπόκρουση. Το σενάριο και οι ιστορίες των ηρώων – από το παράτολμο αγόρι που νομίζει ότι τιθασεύοντας τον κυκλώνα θα τον προσέξει η ωραία της γειτονιάς, μέχρι τη μετεωρολόγο που τυχαίνει να είναι ανύπαντρη μητέρα και να έχει αφήσει το 5χρονο παιδάκι της σπίτι – είναι στερεοτυπικές και αδιάφορες, παρασύροντάς μας σ’ έναν κυκλώνα κινηματογραφικής ανοησίας, αλλά υπάρχουν στιγμές αντανακλαστικού σασπένς κι αδρεναλίνης όταν η κάμερα επικεντρώνεται στον ουρανό κι όχι στους ανθρώπους.