Μια έφηβη κοπέλα που αναζητά το πνεύμα της πεθαμένης μητέρας της, έχει γίνει στόχος μιας άκρως επικίνδυνης απόκοσμης οντότητας που έρχεται από μια άλλη διάσταση. Ο πατέρας της προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει το κακό. Για να το καταφέρει επιστρατεύει μια επίλεκτη ομάδα κυνηγών φαντασμάτων με αρχηγό την Ελίζ και βοηθούς τους Τάκερ και Σπεκς. Ο,τι θα ακολουθήσει, όμως, θα είναι πιο δυνατό απ' όσο φαντάζονται.

Το γνωστό κόλπο του πρίκουελ δίνει πάντα στα franchise των ταινιών τρόμου το άλλοθι να ξαναπείς την ίδια ιστορία από την αρχή χωρίς κανείς να σε κατηγορήσει για επανάληψη. Προς τιμήν του ο Λι Γουάνελ, σεναριογράφος των δύο πρώτων «Insidious» αλλά και των τριών πρώτων «Saw» (ο οποίος κάνει εδώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο) κάνει όντως ένα πρίκουελ προσπαθώντας να κρατήσει το πνεύμα των δύο πρώτων ταινιών, αλλά και να εμπλουτίσει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα franchises με ένα αυτόνομο και πρωτότυπο τρίο κεφάλαιο.

Η απειρία του βρίσκεται στη σκηνοθεσία, αφού είναι εμφανής η διαφορά ανάμεσα στο πώς σκηνοθετεί, για παράδειγμα ο «ειδικός» Τζέιμς Γουάν στο πρώτο «Insidious» το παιδί που βρίσκεται σε κώμα και εδώ ο Γουάνελ την ηρωίδα του καθηλωμένη στο κρεβάτι καθώς την επισκέπτονται τα πνεύματα.

Ο τόνος παραμένει παλιομοδίτικος (χωρίς όμως τον παραμικρό σχολιασμό – πείτε το χιούμορ, πείτε το σινεφίλ ματιά) και κάποια στιγμή στα ανύποπτα θα βρεθείτε να ουρλιάζετε με ωραίες αν και χιλιοιδωμένες δόσεις ανατριχίλας μπροστά στη θέα του δαίμονα με την μάσκα οξυγόνου – ειδικά στην ωραία σκηνή με την πτώση από το παράθυρο.

Προσπαθώντας να μην κατηγορηθεί για φτηνό τρόμο, ο Γουάνελ (χωρίς την καθοδήγηση κάποιου έμπειρου σκηνοθέτη) γεμίζει την υπόθεση με αχρείαστους διαλόγους και υπερβολικό παράλληλο storyline, αξιοποιεί τους Σπεκς και Τάκερ (το δίδυμο των blogoμέντιουμ που ήταν μια από τις καλύτερες ιδέες του – άλλωστε ο ίδιος είναι ο Σπεκς) και φορτώνει το τελευταίο μισάωρο με ένα πηγαινέλα στον άλλο κόσμο που όμως δεν είναι πραγματικά τρομακτικό.

Οταν στο φινάλε φέρνει από τον άλλο κόσμο το «κακό» της πρώτης ταινίας, καταλαβαίνεις πως φροντίζει να κλείσει ιδανικά την τριλογία, αλλά νιώθεις πως μέσα του ελπίζει – όπως και εμείς – αυτό να είναι το τελευταίο «Insidious» που θα δούμε ποτέ.