Ενώ όλοι αναρωτιούνται πότε επιτέλους θα χαλαρώσουν κι άλλο τα capital controls, στην «κομεντί φαντασίας» του Γιώργου Πανουσόπουλου ακόμα και η λέξη capital είναι άγνωστη. Oχι εννοείται στη νεαρή Ελληνίδα οικονομολόγο και τον Γάλλο ευρωβουλευτή, που έφθασαν με καΐκι στο αχαρτογράφητο Αρμενάκι κάπου στο Αιγαίο για να σταθμίσουν τις δυνατότητες του νησιού για μέλλουσες επενδύσεις, αλλά σε άπαντες τους κατοίκους του, που έχουν καταργήσει τράπεζες και συνεπώς χρηματικές συναλλαγές και ζουν σε μια εκτός χρόνου εντροπία. Εδώ δεν υπάρχουν τροχοφόρα ή δρόμοι με ονόματα, ούτε και ιδιοκτησία. Oλα ανήκουν σε όλους, ακόμη και στα μικρά παιδιά, που αυτό ακριβώς διδάσκονται στο εκτός συστήματος σχολείο τους.

Φυσικά, οι δυο επισκέπτες θα πάθουν σοκ με τούτη τη δίχως όρια και τίτλους ραστώνη (καθόλου τυχαία, η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου στην Ικαρία, το πιο φημισμένο no-stress νησί μας). Το οποίο θα ακολουθηθεί από αμήχανη κατανόηση και πλήρη συμμόρφωση στην περίπτωση του Γάλλου και σταδιακή προσαρμογή σ’ εκείνη της οικονομολόγου. Αμφότεροι αρχίζουν να παρασύρονται στις απολαύσεις. Ο ξένος να αφήνεται στη νησιωτική φύση, τη φιλοξενία της πληθωρικής χήρας και τις γκουρμέ νοστιμιές του τοπικού σεφ, η αστή να κολακεύεται από το φλερτ του Ιταλού δασκάλου που συμβαίνει να είναι πρώην της. Οι τρόποι του νησιού τους κατακτούν σιγά-σιγά. Και προβλέψιμα.

Αγάπη και μίσος, πόθος και «αναπαραγωγή», ζήλεια και φόβος. Πρωτόγονα ένστικτα που μας κυνηγούν εκατομμύρια χρόνια, και που έχουν παραστατικά εξερευνηθεί από τον Γιώργο Πανουσόπουλο στα τριάντα χρόνια σκηνοθετικής πορείας του. Ωστόσο εδώ, σ’ αυτή τη «Χώρα», όλα βρίσκονται στο παρά πέντε. Στο παρά πέντε το νησί, που μπορεί να έχει απεκδυθεί οτιδήποτε επίσημα συστημικό, αλλά δεν έχει (ακόμα;) περάσει στη «γύμνια» των ενστίκτων. Στο παρά πέντε και η ηρωίδα που, απαλλαγμένη από τα βαρίδια του υλισμού, βιώνει δια του αληθινού έρωτα στιγμές διονυσιακές –αλλά μονάχα στιγμές. Αυτό το κομμάτι του φιλμ, το μόνο «σκοτεινό» και πιο πανουσοπουλικό απ’ όλα, μας θυμίζει τον κάποτε εκρηκτικό παρατηρητή των ανθρώπινων ορμών, όμως ποτέ δεν απλώνεται πέρα από τα πολύ στενά όρια ενός ονειρικού διαλείμματος.

Τα χρόνια προφανώς γλύκαναν τον κινηματογραφιστή. Καθώς τελικά, τούτη η ταινία που αρνείται πεισματικά το κλάμα (ο τίτλος είναι παρμένος από ένα τραγούδι του Ακη Πάνου) μένει στο νου σαν μια ανάλαφρη κομεντί συγκρουόμενων ηθών, ενίοτε αστεία και μόνιμα αισιόδοξη, πάντως καθόλου ασυνήθιστη σε μοτίβα (θυμόμαστε και την πρόσφατη ελληνογερμανική συμπαραγωγή «Ραντεβού στην Ελλάδα», με τους Αδάμ Μπουσδούκο και Ακύλα Καραζήση), ούτε και απόλυτα αντιπροσωπευτική του δημιουργού των «Απέναντι», της «Μανίας» και της «Ελεύθερης Κατάδυσης».

Διαβάστε και δείτε ακόμη: Γιώργος Πανουσόπουλος, εφ’όλης της ύλης | «Στη ζωή μου δυο πράγματα υπήρχαν. Μια γυναίκα και το σινεμά»