O Μάξιμο είναι ένας Λατίνος καρδιοκατακτητής που πάντοτε στη ζωή του είχε ένα και μόνο όνειρο: να ζει πλούσια, χωρίς να χρειάζεται να δουλέψει ούτε μια μέρα. Και για πολλά χρόνια τα κατάφερνε, αποπλανώντας πλούσιες ηλικιωμένες γυναίκες, μέχρι που παντρεύτηκε μια πλούσια γυναίκα με τα διπλά του χρόνια.25 χρόνια μετά, κακομαθημένος και έχοντας βαρεθεί να ξυπνάει δίπλα στην 80χρονη πια σύζυγο του, θα βρεθεί προ εκπλήξεως, όταν εκείνη θα τον παρατήσει για έναν μικρότερο του πωλητή αυτοκινήτων. Θα αναγκαστεί τότε να ζήσει και πάλι με την αποξενωμένη αδερφή του, την Σάρα (Σάλμα Χάγιεκ) και τον εκκεντρικό, αλλά αξιολάτρευτο γιο της, τον Χιούγκο. Ανυπόμονος να γυρίσει στην πολυτελή ζωή που είχε συνηθίσει, ο Μάξιμο θα εκμεταλλευτεί τον νεανικό έρωτα του ανιψιού του για μια συμμαθήτρια του, για να προσεγγίσει το νέο του στόχο – την γιαγιά της, Σελέστ, μια χήρα δισεκατομμυριούχο. Αυτή την φορά όμως η παρουσία του ανιψιού του θα του ανατρέψει κάπως τα σχέδια.

Τον τελευταίο καιρό είναι κάπως δύσκολο να βρει κάποιος μια πραγματικά αστεία και φρέσκια κωμωδία, μιας και το Χόλιγουντ φαίνεται να έχει ξεμείνει από ιδέες καθώς αναλώνεται ολοένα και περισσότερο σε δυο είδη κωμωδιών. Το ένα είναι αυτό της χοντροκομμένης φαρσοκωμωδίας, όπως το πρόσφατο «Πάρτι Γυναικών» της Λουσία Ανιέλο, και το άλλο είναι εκείνο της αυτοβελτίωσης ενός κατεστραμμένου πρωταγωνιστή, ο οποίος ανακαλύπτει το πραγματικό νόημα της ζωής μέσα από την φιλία και την οικογένεια και ό,τι άλλο «ηθικό» δίδαγμα (δεν) μπορείτε να σκεφτείτε.

Το «Πως να Γίνεις Λατίνος Εραστής», του κωμικού Κεν Μαρίνο στην πρώτη του, κινηματογραφική τουλάχιστον, σκηνοθετική απόπειρα, προσπαθεί να επενδύσει σε αυτή την ηθικολογία μέσα από μια κωμωδία γεμάτη κιτς και φυλετικά στερεότυπα, που κάνουν τις Μεξικάνικες τελενοβέλες να μοιάζουν ως πραγματικές οάσεις γέλιου.

Μπορεί η ταινία να ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις (ως μία, τουλάχιστον, ευχάριστη απόδραση σε κάποιο θερινό σινεμά), γρήγορα, όμως, τα πάντα καταρρέουν με την ταινία να θυμίζει σε κάτι από το «Deuce Bigalow: Male Gigolo» του Μάικ Μίτσελ αλά Ισπανικά, και το άνευρο χιούμορ και τις αμήχανες και ακόμα πιο κλισέ καταστάσεις να διαδέχονται η μια τη άλλη, χωρίς ποτέ να μετουσιώνονται σε κάτι πραγματικά αστείο. Μπορεί μερικά από αυτά τα αστεία να πετύχαιναν, ίσως (;), το σκοπό τους αν οι σεναριογράφοι ήταν περισσότερο τολμηροί, αιχμηροί και, γιατί όχι, αθυρόστομοι και δεν περιορίζονταν σε μια «φιλική προς όλη την οικογένεια» κωμωδία.

Μέσα σε όλο αυτό το χάος, ο Γιουτζίνιο Ντερμπέζ, πασίγνωστος κωμικός στην πατρίδα του το Μεξικό, κάνει τον χαρακτήρα του εγωκεντρικού, αλαζόνα, μεσόκοπου Λατίνου χρυσοθήρα μισητό σχεδόν από την αρχή της ταινίας, χωρίς ίχνος προσπάθειας για μια κάποια ανατροπή του ίδιου του στερεότυπου που προσπαθεί να διακωμωδήσει. Ακόμα και όταν μέχρι το φινάλε, καθώς ο χαρακτήρας του δέχεται το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο, και αναθεωρεί επιτέλους κάποια πράγματα για την ζωή του, ποτέ δεν νιώθεις ένα είδος συμπάθειας για εκείνον ή, έστω, ένα είδος κατανόησης για το ό,τι περνάει.

Καμία... κατανόηση, όμως, και για όλο το υπόλοιπο, κατά τα άλλα, ταλαντούχο καστ που πνίγεται μέσα στο κιτς και την απόλυτη κατάντια. Από την Σάλμα Χάγιεκ, που είναι ίσως η μόνη γήινη και ειλικρινής παρουσία της ταινίας, και τον Ρομπ Λόου, τον καρικατουρίστικο φίλο/εχθρό του Ντερμπέζ, μέχρι και την απόλυτη σεξοβόμβα της δεκαετίας του ’60, Ρακέλ Γουέλς, ως το απόλυτο τρόπαιο sugar (grand)mommy, και την πάντα γλυκιά Κρίστεν Μπελ, ως την σουρεαλιστικά περίεργη ανύπαντρη που ζει με τις γάτες της, όλοι προσπαθούν να σώσουν κάτι από τους βαρετά κακογραμμένους τους ρόλους. Κι αποτυγχάνουν.

Η ταινία του Μαρίνο ζει (και βασιλεύει) σε μια σφαίρα σουρεαλισμού που δύσκολα ξεφεύγει από αυτή. Φλερτάρει με την κωμωδία, αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να μας προκαλέσει κάποιο αυθόρμητα αληθινό γέλιο ή να μας κάνει να νοιαστούμε και να ταυτιστούμε με κάποιον από τους χαρακτήρες της. Ακόμη κι αυτή η ελαφριά, τρυφερή συγκίνηση που βγαίνει αβίαστα μερικές φορές και από τις πιο αναπάντεχες κωμωδίες, έχει δώσει εδώ οριστικά και αμετάκλητα τη θέση της στην κακογουστιά.