Μια γυναίκα διαβάζει σελίδες από τα ημερολόγια της. Αυτά του ανέμελου παρελθόντος και αυτά του παρόντος στην Αθήνα της κρίσης.

Ενας ακόμη τρόπος για να πεις μια ιστορία, το video diary υπήρξε ανέκαθεν ένα περιθωριακό κινηματογραφικό είδος, μία σύνθεση εικόνων και λέξεων που στο μεταίχμιο μιας προσωπικής εξομολόγησης και μιας ιστορίας με την οποία μπορείς να ταυτιστείς, μοιάζει μόνιμα καταχωρημένο στους κόλπους του πειραματικού σινεμά (βλ. έναν από τους μεγάλους δημιουργούς του, τον Γιόνας Μέκας), χωρίς όμως αυτό να είναι πάντοτε απόλυτα δίκαιο ή συμβατό με την κινηματογραφική του δύναμη.

Τα «Ημερολόγια Αμνησίας» της Στέλλας Θεοδωράκη - εδώ στην καλύτερη στιγμή της ιδιαίτερης φιλμογραφίας της - το αποδεικνύουν, καθώς η φαινομενική τους «πειραματική» φόρμα υπάρχει μόνο για να υπηρετήσει μια διαδρομή, που με υλικό θραύσματα μνήμης από το παρελθόν και στιγμές μέσα στο χρόνο από το παρόν, ξεκινάει από κάτι απόλυτα προσωπικό για να καταλήξει αναπάντεχα σε κάτι αφορά και τον θεατή του. Αμεσα, βαθιά, σχεδόν... προσωπικά.

Πώς αλλιώς να περιγράψεις το παράδοξο γεγονός πως οι αναμνήσεις, οι σκέψεις και οι αναζητήσεις κάποιου άλλου νιώθεις πως θα μπορούσαν να είναι δικές σου. Πως οι πρωταγωνιστές αυτών των «Ημερολογίων» θα μπορούσαν να είναι οι δικοί σου γονείς, οι δικοί σου φίλοι, οι δικοί σου εραστές; Πως ό,τι σημαντικό ή ασήμαντο γίνεται και λέγεται κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής ανάγνωσής τους θα μπορούσαν να είναι οι σημειώσεις σε ένα δικό σου ημερολόγιο; Πως υπάρχουν στιγμές μέσα σε αυτή την φαντασμαγορική εναλλαγή παρελθόντος και παρόντος που σε βρίσκουν ασυνείδητα να πρωταγωνιστείς και εσύ, συμπληρώνοντας στο περιθώριο δικές σου εικόνες, λέξεις, αναμνήσεις, διαφωνίες, σκέψεις;

Δεν είναι προφανές. Το γεγονός πως τα «Ημερολόγια Αμνησίας» σε αγγίζουν με ένα αναπαντεχο, ευπρόσδεκτο και τελείως συναισθηματικό τρόπο οφείλεται στην ικανότητα και την τεχνογνωσία της Στέλλας Θεοδωράκη, η οποία συνειδητά ή ασυνείδητα γνωρίζει όχι μόνο τις έννοιες της σύνθεσης αλλά και της αποσύνθεσης.

Ενώνοντας εικόνες από το παρελθόν της (κυρίως super 8 φιλμάκια από το 1985-1986) και το παρόν μιας Ελλάδας σε κρίση (2010-2011-2012), η Θεοδωράκη είναι ταυτόχρονα ιστορικός της ζωής της αλλά και ιστορικός μιας ολόκληρης εποχής, αυτής που βλέπεις ολοζώντανη να έχει χαθεί στα στιγμιότυπα του παρελθόντος και αυτήν που χάνεται μπροστά στα μάτια σου στους δρόμους της διαμαρτυρίας, της καταστροφής και του «ενοικιάζεται» στην Αθήνα του σήμερα. Κάθε της σύνθεση του τότε με το τώρα λειτουργεί και ακυρωτικά, καθώς η άλλοτε ρομαντική, άλλοτε καθημερινή και άλλοτε φιλοσοφική αφήγηση της αλλάζει χρόνους και διαθέσεις φέρνοντας σε ευθεία σύγκρουση το γεμάτο αρώματα, αισθήσεις και νοσταλγία παρελθόν με το στεγνό, θορυβώδες, γεμάτο απελπισία παρόν.

Νοσταλγός και ταυτόχρονα κριτής, παρατηρήτρια και ταυτόχρονα πρωταγωνίστρια, μια γυναίκα και ταυτόχρονα ένα κορίτσι, άλλοτε στομφώδης και άλλοτε με παιχνιδιάρικη διάθεση η Θεοδωράκη αφηγείται πάνω απ' όλα μια ιστορία: αυτή μιας ηρωίδας που ανακαλύπτει το ξεχασμένο παρελθόν της, ενώ την ίδια στιγμή γύρω της εξαφανίζεται το παρόν της. Και στους δύο χρόνους, πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι. Στα ρετρό και αθώα 80s οι φίλοι που χάθηκαν, στα εκκωφαντικά και υποψιασμένα 2010s οι φίλοι που συνεχίζουν να της δίνουν νόημα. Και ανάμεσα τους η ζωή, το σινεμά, η μητέρα που πάντοτε έκανε παρατηρήσεις στον μπαμπά όταν οδηγούσε, το σεξ, η απουσία του σεξ, μια συνταγή για βασιλόπιττα, κάρτες ταρώ και προβλέψεις ζωδίων, ένας αστυνομικός στην απέναντι πολυκατοικία, μια μετακόμιση, ένα γαλλικό τραγούδι που διακόπτεται απότομα, μια τυχαία εικόνα μιας γυναίκας που σκύβει για να σηκώσει από το δρόμο ένα αντικείμενο που της έπεσε...

Εικόνες και ήχοι φευγαλέοι και ασύνδετοι φαινομενικά μεταξύ τους, που όμως οικοδομούν ένα στέρεο σύμπαν μιας θυμωμένης αλλά και θλιμμένης γυναίκας που προσπαθεί να βρει νόημα για να συνεχίσει. Το βρίσκει. Σε όσα της θυμίζουν τα παλιά της φιλμάκια και όσα αποτυπώνει η κάμερα της στο σήμερα. Σε όσα αφήνουν πίσω τους όσοι έφυγαν και σε όσα κρατούν μαζί τους όσοι είναι ακόμη εδώ. Σε μια εικόνα από την Μελβούρνη των 80s, από ένα ταξίδι στην Τασμανία, από ένα πρωτοχρονιάτικο βράδυ στο σπίτι, από τα καμμένα σινεμά στη Σταδίου το Φεβρουάριο του 2012, από μια αυτοσχέδια τουαλέτα με καλάμια που έφτιαξε μια μέρα ο μπαμπάς στο εξοχικό στην Κρήτη...

Σε μια συναρπαστική και κινηματογραφικά άρτια εναλλαγή χρόνων και συναισθημάτων που - ακόμη κι αν είναι πιο αβανταδόρικη στα φιλμάκια του παρελθόντος και σε στιγμές παρασυρμένη από μια εύκολη κοινωνική κριτική στις εικόνες του παρόντος - επιβεβαιώνει πως το πραγματικό πολιτικό σινεμά δεν είναι αυτό που καταγγέλει αλλά αυτό που προσπαθεί να καταλάβει και πως όλα αυτά που θυμόμαστε είναι αυτά που απλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε.