Ο Εκτορ είναι ένας εκκεντρικός, αν και ακαταμάχητος, ψυχίατρος που ζει στο Λονδίνο. Ο ίδιος, όπως άλλωστε και οι ανικανοποίητοι ασθενείς του, περνάει υπαρξιακή κρίση. Τίποτα δεν είναι αρκετά καλό. Μία μέρα, οπλισμένος με πολύ κουράγιο και παιδική περιέργεια, θα αποδράσει από την ήρεμη και προστατευμένη ζωή του για μια παγκόσμια αναζήτηση της ευτυχίας. Κάπως έτσι ξεκινά ένα πολύχρωμο, εξωτικό, επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο ταξίδι.

Μέσα στα πρώτα 15 λεπτά του φιλμ που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γάλλου Φρανσουά Λελόρντ, ο Εκτορ έχει ρωτήσει πάνω από δεκαπέντε φορές διαφορετικά πρόσωπα αν είναι ευτυχισμένα.

Δεν τον κατηγορεί κανείς, αφού αυτό είναι το ιερό δισκοπότηρο του ριψοκίνδυνου (;) ταξιδιού που θα ξεκινήσει, αφήνοντας πίσω του μια μονότονη ζωή που επαναλαμβάνεται χωρίς καμία χαραμάδα για κάτι καινούριο, κάτι συναρπαστικό, κάτι που θα μπορούσε να του αποδείξει πως το να ζεις έχει περισσότερο νόημα από το απλά να υπάρχεις.

Για την υπόλοιπη όμως μιάμιση (και παραπάνω) ώρα, ο Εκτορ δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να επιβεβαιώνει πως η ευτυχία στο μυαλό μερικών – πολλών δυστυχώς – ανθρώπων ταυτίζεται με μια φυγή προς το εξωτικό, εν προκειμένω την Κίνα, την Αφρική και το... Λος Αντζελες.

Κάτι που στο χαρτί μπορεί να έμοιαζε με μια παραβολή πάνω στο κυνήγι της ευτυχίας (στην μεγάλη παράδοση του «Σιντάρντα» του Χέρμαν Εσσε ή ακόμη και αυτού του «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλο - δεν το έχουμε διαβάσει υποθέτουμε), στη μεγάλη οθόνη μοιάζει με μια εκνευριστικά ηθικο-αφελή διαδρομή ενός παιδιού της πόλης που πιστεύει πως οπουδήποτε δεν υπάρχει τηλέφωνο υπάρχει και η ευτυχία.

Κινηματογραφημένες σαν illustration διαφήμιση ταξιδιωτικού πρακτορείου (ή και ασφαλιστικής εταιρείας), οι περιπέτειες του Εκτορ είναι τόσο κλισέ σε σημείο που ξέρεις ακριβώς πως κάθε περιοχή θα συνοδεύεται από τη φολκλόρ μουσική που της ταιριάζει και πως στο κατάλληλο σημείο όπου το καλό θα θριαμβεύσει πάνω στο κακό, μια αργή κίνηση θα είναι αρκετή για να υπογραμμίσει στο θεατή το «μήνυμα» που πλέον έχει γίνει «κήρυγμα» - για να μην πει κανείς «καραμέλα».

Κάθε στάση του ταξιδιού του Εκτορ που αποπειράται να εικονογραφήσει με περίσσευμα ευκολιών ποπ αφήγησης ο Πίτερ Τσέλσομ (όχι τυχαία ο σκηνοθέτης του «Hanna Montana») μοιάζει με μια ακόμη προσβλητική εικόνα που έχουν οι Δυτικοί για τον τρίτο κόσμο (ειδικά στο κομμάτι της Αφρικής) στο πλαίσιο του πρέπει να γνωρίσεις την πραγματική δυστυχία – με δυνατό soundtrack – πριν ανακαλύψεις πως η μονότονη ζωή σου πίσω στο υπέροχο διαμέρισμά σου στις όχθες του Τάμεση ήταν... γαμάτη.

Ο Σάιμον Πεγκ, όταν δεν είναι αστείος (γενικά, όχι μόνο σε αυτήν την ταινία που δεν είναι ποτέ αστείος) είναι βαρετός και όταν προσπαθεί να παίξει δράμα είναι αθέλητα αμήχανος, αν και όχι τόσο χάρτινος όσο όλοι οι άνθρωποι που συναντά στο διάβα του (με αποκορύφωμα τον εκνευριστικά Ζαν Ρενό... Ζαν Ρενό και μοναδική εξαίρεση τον Κρίστοφερ Πλάμερ στο τρίτο μέρος) σε μια ταινία που ψάχνει την ευτυχία αλλά τελικά βυθίζει τον θεατή στην απόλυτη ανία (που μερικές φορές ισοδυναμεί με τη δυστυχία).