Η Μαρθέλα, μια νεαρή κοπέλα που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, βρίσκει μια δουλειά για το καλοκαίρι: αναλαμβάνει να φροντίσει τον Αμαδόρ, έναν κατάκοιτο ηλικιωμένο άνδρα, του οποίου η οικογένεια δεν βρίσκεται στο πλάι του. Ενώ η Μαρθέλα πιστεύει ότι τα προβλήματά της θα λυθούν με τον μισθό που θα παίρνει, ο Αμαδόρ πεθαίνει. Απελπισμένη, καθώς πρέπει να συγκεντρώσει το ποσό που έχει ανάγκη, η Μαρθέλα θα κρύψει το γεγονός του θανάτου του.

Πάνω σε αυτήν την ιδέα – ενός πεθαμένου που δεν πρέπει κανείς να μάθει ότι πέθανε – χτίζει τη μαύρη κωμωδία του ο σκηνοθέτης του «Δευτέρες Με Λιακάδα», Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα. Και η αλήθεια είναι ότι κάνει τα πάντα για να μην χρεωθεί με την κοινότοπη κατηγορία μιας μικρού μήκους ταινίας που απλά ξεχείλωσε σε διάρκεια για να γίνει μεγάλου.

Με φόντο μια ρεαλιστική καταγραφή μιας κοινότητας Βολιβιανών στα προάστεια της Μαδρίτης που ζουν κλέβοντας λουλούδια και μεταπουλώντας τα, ο Αρανόα αναμειγνύει ένα κοινωνικό δράμα με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας και μια νότα μαγικού ρεαλισμού. Ο,τι δηλαδή έκανε τόσο στις «Δευτέρες Με Λιακάδα», την ταινία που τον έκανε διάσημο το 2002, όσο και το «Princesas» του 2005.

Μόνο που στο «Η Ζωή που Θα Ερθει», το κοινωνικό υπόβαθρο που χρησιμοποιεί ως αφετηρία της ιστορίας του, η φτώχια και η οικονομική εξαθλίωση των μεταναστών σε μια ξένη χώρα (σε αντίθεση με την ανεργία από την οποία ξεκινούσε η ιστορία του «Δευτέρες με Λιακάδα»), μοιάζει λίγο και αρκούντως γραφικό για να στηρίξει την τολμηρή απόφαση της ηρωίδας του να κρατήσει ζωντανό τον πεθαμένο παππού που έχει αναλάβει να προσέχει.

Δίνοντας περισσότερη έμφαση στο στήσιμο των κάδρων του και στην αγωνιώδη προσπάθεια του να αναγάγει τη μοναξιά, τη μελαγχολία και την «ιεροσυλία» της πρωταγωνίστριας του σε ένα σύμβολο επιβίωσης, ο Αρανόα γεμίζει το φιλμικό του χρόνο με μικρά, άλλοτε χιουμοριστικά και άλλοτε συγκινητικά επεισόδια στηρίζοντας όλο του το επιχείρημα στη ζωή που τελικά μπορεί να υποσχεθεί ένα...πτώμα.

Δυστυχώς όμως, αυτό κάνει το φιλμ αποσπασματικό, τις ισορροπίες ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία όχι πάντα καλοζυγισμένες, την ταλαντούχα ηθοποιό του (που είδαμε ξανά στο «Μadeinusa» και το «Γάλα της Θλίψης» υπέρμετρα θλιμμένη και την πολύ μεγάλη διάρκεια αδικαιολόγητη σεναριακά, αλλά κυρίως σκηνοθετικά.

Οι καλές διαθέσεις είναι διάχυτες, η τρυφερότητα δεδομένη και η παραδοξότητα της ιστορίας ικανή για να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως συζήτηση γύρω από το «τι θα γινόταν αν...» ανάμεσα σε μια παρέα πριν το «Η Ζωή Που Θα Ερθει» ξεχαστεί για πάντα από το χρόνο.

Βλέπετε οι πραγματικά καλές ταινίες ζουν περισσότερο από τους ήρωες τους, ακόμη κι αν αυτοί είναι τα θύματα μιας κακής πράξης που μπορεί - υπό συνθήκες πάντα - να σε στείλει στον παράδεισο.