Θα αρκούσε το «Γυμνοί στον Ηλιο» για να θεοποιηθεί η ηλιοκαμένη μορφή του Αλέν Ντελόν σε ένα από τα πιο εμβληματικά πρότυπα ολύμπιας ομορφιάς που πέρασαν ποτέ από τη μεγάλη οθόνη. Για να ανακηρυχθεί η Μαρί Λαφορέ το παντοτινό «κορίτσι με τα χρυσά μάτια». Για να αναγνωριστεί η αξία του Ρενέ Κλεμάν ως ενός από τους σημαντικότερους Γάλλους σκηνοθέτες του προηγούμενου αιώνα. Κι αν ο καθένας από αυτούς έχτισε το δικό του μικρό ή μεγάλο μύθο, είναι αυτή η (κατά πολλούς καλύτερη) κινηματογραφική διασκευή του «Ταλαντούχου Κυρίου Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ η ταινία που άρρηκτα συνδέθηκε στη συλλογική κινηματογραφική συνείδηση με το καλοκαίρι και παραμένει, εξήντα ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, αισθησιακή και μυστηριώδης, ηδυπαθής και επικίνδυνη, ένα αιώνιο καλοκαίρι της μεγάλης οθόνης.

Σε μια άψογα φωτογραφημένη από τον θρυλικό Ανρί Ντεκέ Ιταλία, σαγηνευτική κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο και υποδόρια απειλητική, οι ζωές του Τομ, του Φιλίπ και της Μαρτζ θα διασταυρωθούν σε ένα τρίγωνο ανομολόγητων παθών και απωθημένων. Ο πρώτος, φτωχός αλλά πανέξυπνος καιροσκόπος, έχει έρθει από το Σαν Φρανσίσκο κατ’ εντολή του πατέρα του δεύτερου προκειμένου να πείσει τον άσωτο bon viveur γιο να γυρίσει στο σπίτι. Ο Φιλίπ δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση και χρησιμοποιεί τον Τομ όχι μόνο ως σύντροφο στις κραιπάλες του, αλλά και για να ξεσπά πάνω του υποτιμώντας τον, σε μια ξεκάθαρα εξουσιαστική σχέση υποταγής και λανθάνοντος (υποσυνείδητου;) ομοερωτισμού. Ο Τομ, από τη μεριά του, γοητεύεται τόσο από την προσωπικότητα και τη ζωή του πλούσιου φίλου του, που θα κάνει το παν να την οικοιοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια μιας θαλάσσιας εκδρομής στη Νότια Ιταλία με το γιοτ του Φίλιπ και υπό την καταλυτική παρουσία της Μαρτζ, της Γαλλίδας φιλενάδας του, οι διαρκείς ταπεινώσεις, αλλά και τα προσωπικά του καταχθόνια σχέδια που θα έρθουν σταδιακά στην επιφάνεια, θα οδηγήσουν τον Τομ στο (πρώτο του) έγκλημα. Είναι πλέον ελεύθερος να ζήσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Ποιο θα είναι, όμως, το τίμημα;

Ο Κλεμάν χτίζει στο πρώτο μέρος μαεστρικά το μυστήριο πίσω από την προσωπικότητα του Τομ Ρίπλει για να παραδοθεί αμαχητί σ’ αυτή στο δεύτερο. Η (ιδανικά) αγγελική μορφή του Αλέν Ντελόν μοιάζει με ένα προσωπείο πίσω από το οποίο ελλοχεύει κάτι βαθύτερο και σατανικό, ένας δαιμονικός αμοραλισμός που γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνος λόγω της εύθραυστης παιδικότητας του προσώπου του. Τα κίνητρά του ιχνηλατούνται, αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτονται, η πραγματική του ταυτότητα παραμένει άγνωστη, αντιθέτως από την αρχή γίνεται φανερή η επιθυμία του να υποκλέψει την ταυτότητα (και την ερωμένη) του Φιλίπ, καθοδηγούμενος όχι μόνο από (τα αναμφίβολα) υλιστικά ελατήρια, αλλά και από μια σχεδόν υπαρξιακή αναγκαιότητα.

Η συγκλονιστική σκηνή του φιλιού στον καθρέφτη, φορώντας τα ρούχα του άσπονδου φίλου του και μιμούμενος τη φωνή του, δεν μαρτυρά μόνο αυτό τον απελπισμένο χαμελαιοντισμό, αλλά αποκαλύπτει και μια ναρκισσιστική και (όχι και τόσο) υπαινικτική τελικά ομοερωτική επιθυμία για ένα φαύλο είδωλο. Οι ανέμελες μέρες του κρασιού και των λουλουδιών, όπου οι δύο άνδρες μπορούν να ξοδεύουν τα νιάτα και την ομορφιά τους, κοροϊδεύοντας τυφλούς περαστικούς στους δρόμους της Ρώμης, μοιάζουν νομοτελειακά καταδικασμένες να τελειώσουν, όχι μόνο λόγω της αγεφύρωτης ταξικής διαφοράς που μοιάζει να υπαγορεύει την υπεροπτικά χειριστική συμπεριφορά του ανέμελα πλούσιου Φιλίπ, αλλά και μιας αναπόδραστης τελικά ροπής προς το έγκλημα.

Κι αν η ομορφιά των τοπίων και των πρωταγωνιστών αιχμαλωτίζει τον αμφιβληστροειδή, η ηθική αμφισημία είναι εκείνη που τελικά δίνει στην ταινία την κλασική της πλέον αξία και τη διαχρονικότητά της. Εκείνη η αίσθηση της χιτσκοκικής παρανομίας του να γοητεύεσαι από τον εγκληματία και να ζητάς ταυτόχρονα την καταδίκη και τη διαφυγή του. Η ίδια η Χάισμιθ είχε απογοητευτεί από το φινάλε της ταινίας θεωρώντας το ηθικοπλαστικό, όμως η τραγική ειρωνεία της τελευταίας σκηνής που αφήνει τον Τομ Ρίπλεϊ μετέωρο από τον οριστικό θρίαμβο στην αμετάκλητη καταδίκη αντικατοπτρίζει τελικά καλύτερα αυτή την δισυπόστατη απόλαυση.