Στις δεκαετίες του 50 και του 60, αρκετές παλαίμαχες ντίβες της «χρυσής εποχής» του Χόλιγουντ, όπως η Τζόαν Κρόφορντ και η Μπέτι Ντέιβις, γνώρισαν μια νέα ακμή στην καριέρα τους με μια σειρά από camp θρίλερ (με κορυφαίο φυσικά το «Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζειν;»), στα οποία με επικές over the top ερμηνείες υποδύθηκαν φαινομενικά γλυκύτατες, αλλά κατά βάθος φονικά ψυχοπαθείς ηλικιωμένες κυρίες. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 80’s και στα 90’s, άνθισε το (υπο)είδος των θρίλερ της διπλανής πόρτας («Νέα Γυναίκα Μόνη Ψάχνει», «Ολέθρια Σχέση» και πολλά άλλα), στα οποία ο υπεράνω πάσης υποψίας γνωστός/γείτονας/εραστής έκρυβε την θανάσιμη απειλή που δεν αργούσε να βγει στην επιφάνεια. Συνδετικός κρίκος, μακρινή απόγονος και διάδοχος αυτών των ταινιών είναι «Η Χήρα» του Νιλ Τζόρνταν.

Η ιστορία μοιάζει να είναι βγαλμένη από όλα τα κλισέ του είδους, τα οποία ακολουθεί ευλαβικά κι ανερυθρίαστα κατά γράμμα. Η Φράνσις είναι μια συνεσταλμένη νεαρή σερβιτόρα, που μόλις έχει μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και συγκατοικεί με την πιο απελευθερωμένη και ξύπνια συμφοιτήτριά της, Έρικα. Έχει χάσει πρόσφατα τη μητέρα της και, αποξενωμένη από τον πατέρα της, βιώνει τη μοναξιά στη μεγαλούπολη. Μια μέρα θα βρει τυχαία στο μετρό μια ξεχασμένη τσάντα και αντί να την παραδώσει στο τμήμα των απολεσθέντων θα αποφασίσει να την επιστρέψει η ίδια στην κάτοχό της. Θα γνωρίσει έτσι την Γκρέτα, μια καλοσυνάτη Γαλλίδα χήρα, η οποία νιώθει κι αυτή μόνη, γιατί η κόρη της σπουδάζει μουσική στο Παρίσι.

Παρά τις ανησυχίες και τις προειδοποιήσεις της μοναδικής κολλητής της, η Φράνσις θα έρθει κοντά με την Γκρέτα και μια νέα, υπέροχη και τρυφερή φιλία θα γεννηθεί, αφού οι δύο γυναίκες θα βρουν η μία στο πρόσωπο της άλλης αυτό που τους έλειπε. Μέχρι τη στιγμή που η Φράνσις θα ανακαλύψει ότι κάθε άλλο παρά τυχαία βρήκε την τσάντα εκείνη τη μέρα στο μετρό. Τότε η Γκρέτα θα αρχίσει να τηλεφωνεί διαρκώς και να στέλνει μηνύματα ακόμα και τις πιο ακατάλληλες ώρες και η Φράνσις θα συνειδητοποιήσει ότι η καινούργια «φίλη» της κάθε άλλο παρά μια γλυκιά και πράα Γαλλίδα χήρα είναι.

«Η Χήρα» δεν κομίζει ουσιαστικά τίποτα καινούργιο σε ένα μάλλον κορεσμένο είδος, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι μια διασκεδαστικότατη, απολαυστική, αλλά και επίκαιρη προσθήκη, ειδικά σε μια εποχή που το stalking έχει γίνει χάρη στα κινητά τηλέφωνα πιο απειλητικά οικείο. Ενώ, όμως το σενάριο που υπογράφουν ο ίδιος ο Τζόρνταν και ο Ρέι Ράιτ, αποδεικνύεται συμβατικό και προβλέψιμο, ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστριά του αναβαθμίζουν τελικά την ταινία και την οδηγούν σε νέες κατευθύνσεις.

Γιατί η γοητεία αυτής της «Χήρας» βρίσκεται ακριβώς στο συγκερασμό των ικανοτήτων του Νιλ Τζόρνταν, ενός σκηνοθέτη που σε ολόκληρη την καριέρα του έχει αναδείξει οπτικά τη δύναμη ακόμη και της πιο μέτριας ιστορίας που έχει αφηγηθεί και της Ιζαμπέλ Ιπέρ, μιας ηθοποιού που γίνεται με κάθε ερμηνεία της κι η ίδια σκηνοθέτης και απογειώνει κάθε (μα κάθε) φορά τους ρόλους της, προσθέτοντας επίπεδα που κανείς δεν είχε φανταστεί.

Ο Τζόρνταν δίνει από τη μεριά του εξ αρχής μια παραμυθένια διάσταση στην ταινία για να την κορυφώσει σταδιακά και μαεστρικά στο εξωφρενικό δεύτερο μέρος της. Δεν είναι μόνο ο πρωτότυπος τίτλος, που παραπέμπει ηχητικά στο «Χάνσελ και Γκρέτελ», αλλά και όλη η πορεία της νεαρής και αθώας Φράνσις που την οδηγεί από την απρόσωπη κι εχθρική μεγαλούπολη στην καταχωνιασμένη και απόκοσμη μονοκατοικία της Γκρέτα, ένα παραπλανητικά ασφαλές συναισθηματικό καταφύγιο στο οποίο θα την υποδεχτεί η «μάγισσα» του παραμυθιού για να την αιχμαλωτίσει. Με τον ίδιο τρόπο ο σκηνοθέτης αιχμαλωτίζει από την αρχή και τον θεατή, χτίζοντας το σασπένς και προοικονομώντας τη νομοτελειακή κορύφωση μέσα από δυσοίωνες πινελιές και σημάδια που μόνο αναδρομικά γίνονται πλήρως αντιληπτά.

Όλα αυτά, όμως, μέχρι τη στιγμή που αποκαλύπτεται το πραγματικό πρόσωπο της Γκρέτα. Τότε η ταινία αλλάζει ταχύτητα και παραδίδεται στην υπερβολή, ενώ φλερτάρει, ενίοτε διακριτικά κι ενίοτε απροκάλυπτα, με το camp, στο οποίο (ευτυχώς ή δυστυχώς) ποτέ δεν υποκύπτει. Αντιθέτως, ο Τζόρνταν προσπαθεί να κρατήσει την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και στον τρόμο, χωρίς να το καταφέρνει πάντα απόλυτα, αλλά και χωρίς αυτό να στερεί ποτέ ολοκληρωτικά από την ταινία του την ξεκάθαρη ψυχαγωγική της αξία.

Κι ενώ «Η Χήρα» απεμπολεί τον υπαινικτικό της χαρακτήρα, διαψεύδοντας έτσι τις προσδοκίες για εμβάθυνση πάνω στην αμφίδρομη ανάγκη και στην εξουσιαστική σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ μητέρας και κόρης, έρχεται σαν από μηχανής θεός (ή μάλλον θεά) η Ιζαμπέλ Ιπέρ να καλύψει με την ερμηνεία της στον κεντρικό ρόλο του τίτλου όλα τα αφηγηματικά κενά και να καταστήσει πιστευτές όλες τις σεναριακές υπερβολές δίνοντας στο «τέρας» ένα ανθρώπινο και γι’αυτό ακόμα πιο τερατώδες πρόσωπο.

Διασκεδάζοντας απόλυτα με έναν ρόλο που είναι προφανώς βούτυρο στο ψωμί της, σε σημείο μάλιστα που διακρίνεις σε μερικές σκηνές αμυδρά στο πρόσωπό της ένα σαρδόνιο χαμόγελο, η Γαλλίδα ηθοποιός προσεγγίζει την Γκρέτα με το ανέκφραστο και διάφανο βλέμμα που χωρά μέσα του την μοναξιά, την εμμονή, την απειλή και την σαδιστική ικανοποίηση, όσο στροβιλίζεται με αέρινη χάρη και με σατιρική διάθεση μέσα στις διαστάσεις που η ίδια δημιουργεί.

Η αντίθεση, μάλιστα, με την συμπρωταγωνίστριά της Κλόε Γκρέις Μόρετζ, η οποία αντιμετωπίζει το ρόλο της Φράνσις πάρα πολύ σοβαρά, κι ως εκ τούτου μονοδιάστατα, είναι τόσο φανερή που έχεις συχνά την αίσθηση ότι οι δύο ηθοποιοί παίζουν σε δύο διαφορετικές ταινίες. Είναι, όμως, αυτή η (ενδεχομένως ενορχηστρωμένη από τον ίδιο τον Τζόρνταν) αντίστιξη που κάνει τελικά την «Χήρα» να ξεχωρίζει από ένα οποιοδήποτε άλλο θρίλερ του συρμού και την καθιστά πανηγυρικά μια αξιομνημόνευτη, μα πάνω απ’ όλα μια διαολεμένα fun, εμπειρία.