Ο Μαρτάν είναι ένας μεσήλικας εκδότης που παράτησε το Παρίσι και τις ατέρμονες προσπάθειες να κάνει καριέρα ζώντας κι αναπνέοντας λογοτεχνία. Μετακόμισε με τη γυναίκα του και τον έφηβο γιο του πριν από χρόνια στη γενέτειρα εξοχή της Νορμανδίας και κληρονόμησε τον οικογενειακό φούρνο όπου καθημερινά φτιάχνει ψωμί. Τη ζωή του πια διέπει η ηρεμία - στο περιβάλλον, στη σχέση με τους δικούς του, στα όνειρα, στα θέλω του. Ομως η φαντασία του δεν χρειάζεται παρά μόνο μία σπίθα για να πάρει φωτιά. Αυτό συμβαίνει όταν ένα ζευγάρι Αγγλων μετακομίζουν στο απέναντι ακατοίκητο σπίτι και το όνομα της όμορφης, σέξι συζύγου είναι «Τζέμα Μποβαρί». Ο Μαρτέν ερωτεύεται σιωπηλά, όχι μόνο τη χυμώδη γυναίκα, αλλά ακόμα περισσότερο τη ζωή της που μοιάζει να μιμείται την τέχνη: την απόγνωσή της με την επαρχιακή μπαναλιτέ, την απιστία της με τον νεαρό αριστοκράτη γείτονα, τη διάλυση του γάμου της, το συμβολικό «λογοτεχνικό» φινάλε που κατηγορεί τους άντρες της ζωή της.

Η Αν Φοντέν («Coco Before Chanel», «Ιδιαίτερες Αδυναμίες») διασκευάζει το ομώνυμο graphic novel της Πόζι Σίμοντς (η οποία είχε υπογράψει και την «Επεισοδιακή Επιστροφή της Ταμάρα Ντρου», που ο Στίβεν Φρίαρς μετέφερε επιτυχημένα στην μεγάλη οθόνη με πρωταγωνίστρια ξανά την Τζέμα Αρτερτον) ως μία ελαφριά, ψυχαγωγική γαλλική κομεντί που σκοπό έχει περισσότερο να διασκεδάσει με το φαντασιόπληκτο μεσήλικα γεροντοέρωτα, παρά να δώσει ένα πραγματικό πορτρέτο μίας γυναίκας που ασφυκτιά όταν χάνει την ελευθερία της.

Ο Φαμπρίς Λουκινί ερμηνεύει τον Μαρτάν με εκφραστικότητα, γενναιοδωρία, comic timing. Η γαλλική εξοχή έχει όλη την παραδοσιακή βαριά ομορφιά των παλιών αγροκτημάτων και της γοητευτικής ερημιάς της επαρχίας. Η Τζέμα Αρτερτον κατοικεί την ταινία ως χυμώδης, αβίαστα σέξι πρόκληση. Ομως η κινηματογράφηση όλων των παραπάνω με την αφήγηση του Μαρτάν να μας ξεναγεί με flashbacks στη ζωή και την μοίρα της αφοπλιστικής γειτόνισσάς του δεν δίνει παρά έναν light τόνο κινηματογραφικής ψυχαγωγίας. Θυμίζει τυπική γαλλική αστική κομεντί χαρακτήρων που διασκεδάζει με τα ατοπήματα και τις φαντασιώσεις των ηρώων της.

Η Φοντέν όμως αποτυγχάνει στο να κλέψει στιγμές ουσίας, να καταγράψει μία δυο εκλάμψεις μεστής ανθρωπιάς, να υπαινιχθεί έστω την τρισδιάστατη ανάγκη της σχηματικής ηρωίδας για ελευθερία, ώστε όταν κληθεί στην τελική πράξη να ακολουθήσει τις τραγικές υποταγές του Φλομπέρ ή τα φεμινιστικά «κατηγορώ» της Σίμοντς, το ύφος να κολλάει με ό,τι έχτιζε με 90 λεπτά ψυχαγωγικής γαλλικουριάς.

Κλείσιμο ματιού στους λάτρεις της λογοτεχνίας, χωρίς βάθος ή καλλιτεχνική συνέπεια - μόνο χάζι στην ερμηνεία του Λουκινί και τις καμπύλες της Αρτερτον.