Προς τιμήν του Εντουάρ Ντελίκ, ο «Γκωγκέν» του δεν είναι μια βιογραφία που προσπαθεί να καλύψει όλο το εύρος της ζωής του ζωγράφου, με κίνδυνο να γίνει επιφανειακή και διαδικαστική, αλλά μια αφήγηση που εστιάζει σε μία μόνο από τις πιο καθοριστικές φάσεις της καριέρας του, φιλοδοξώντας να ανακαλύψει τόσο τον καλλιτέχνη όσο και τον άνθρωπο πίσω από την εμβληματική φιγούρα.

Ατυχώς όμως, αυτός ο «Γκωγκέν» δεν είναι τελικά και μια βιογραφία που προσωπογραφεί πλήρως το αντικείμενό της, καθώς η ταινία του Ντελίκ δεν οδηγείται ποτέ στην ουσιαστική εξερεύνηση εκείνων των διαδικασιών που δημιούργησαν το ύφους του Γκωγκέν αλλά περιορίζεται στην εκθαμβωτική απεικόνιση της φύσης, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να την συνδέσει με την εσωτερική αναζήτηση του δημιουργού.

Η ιστορία ξεκινά το 1891 με τον ζωγράφο να είναι ήδη γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, χωρίς όμως να έχει λάβει ακόμα την κριτική αποδοχή τους. Με το ταλέντο του αδάμαστο και τις τσέπες του (όπως και τα στομάχια της μεγάλης του οικογένειας) άδεια, ο αντισυμβατικός Γκωγκέν αποφασίζει να αφήσει πίσω τα πάντα και να μετακομίσει στην Ταϊτή της Γαλλικής Πολυνησίας, με στόχο όχι απλά να εμπνευστεί εικαστικά αλλά και να βρει τον εαυτό του σε ένα ολοκαίνουριο, καθάριο περιβάλλον.

Αυτό το ταξίδι γίνεται η αφορμή για τον Ντελίκ να κοιτάξει μέσα από το καλλιτεχνικό πρίσμα την ιδέα της δημιουργίας, τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, τον πολιτισμό, την φύση, την θρησκεία, τον έρωτα, ακόμα και την αποικιοκρατία, και να ερευνήσει τον τρόπο που όλα αυτά συνετέλεσαν στη δημιουργία του έργου του Γκωγκέν, που συνδύαζε τόσο το θρησκευτικό όσο και το παγανιστικό στοιχείο με έναν πρωτόγνωρο μέχρι τότε τρόπο.

Μόνο που η ματιά του Ντελίκ δεν είναι ενδελεχής, ούτε είναι επαρκώς ενδοσκοπική. Η αφήγησή του σίγουρα δεν είναι ακαδημαϊκή και ούτε ζορίζεται να ακολουθήσει με λεπτομέρεια τα γεγονότα, επιλέγοντας μια ελεύθερη και ελλειπτική απεικόνιση των δρώμενων, όμως ταυτόχρονα στερείται βάθους και κριτικής επεξεργασίας, αφήνοντας τελικά τη δύσκολη δουλειά εξ ολοκλήρου στους ερμηνευτικούς ώμους του Βενσάν Κασέλ.

Γιατί, όχι απρόσμενα δεδομένης της πορείας του ηθοποιού, η ερμηνεία του Κασέλ είναι όντως ταιριαστά τραχιά, αρκούντως μελαγχολική, στοχευμένα ζωώδης κατά στιγμές και πνευματικά θολωμένη κατά άλλες. Ο Κασέλ ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τις αυστηρές γραμμές του για να ισορροπεί μεταξύ σάρκας και σώματος και στον «Γκωγκέν» αυτή η προσέγγιση αναδεικνύεται αβίαστα και λειτουργεί, κυρίως στο κομμάτι που αφορά τους εσωτερικούς δαίμονες του δημιουργού.

Αυτή που αποδεικνύεται όμως ελλιπής είναι η ικανότητα του Ντελίκ να υπογραμμίσει τις πολλαπλές αντιφάσεις της προσωπικότητας του Γκωγκέν (οι οποίες τελικά υπήρξαν και δομικό στοιχείο της δημιουργίας του) ή να αναδείξει έστω και κάποιον από τους περιφερειακούς χαρακτήρες σε οργανικό κομμάτι της αφήγησης. Κατά κάποιον τρόπο, η παρουσία της Τουχέι Ανταμς στο ρόλο της γυναίκας που υπήρξε η μούσα (και αιτία των εσωτερικών του μαχών) στην Ταϊτή χρησιμοποιείται ακριβώς όπως και η φύση της Πολυνησίας: πανέμορφη και σαρωτική, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται απτή η ουσιαστική της δύναμη και επιρροή.

Με ένα απότομο τέλος που κλείνει διαδικαστικά και χωρίς πραγματικό κρεσέντο την αφήγηση, ο «Γκωγκέν» του Ντελίκ απλά υπονοεί την ταινία που θα μπορούσε να είναι, αντικρίζοντας το σκοτάδι αλλά χωρίς ποτέ να τολμάει να βουτήξει μέσα σε αυτό.

«Δεν υπάρχουν πρόσωπα ή τοπία που αξίζει κανείς να ζωγραφίσει εδώ» αναφέρει με πάθος πριν φύγει ο Γκωγκέν από το Παρίσι για το ταξίδι που θα άλλαζε τη ζωή του. Μόνο που δυστυχώς, μέχρι το τέλος της ταινίας, αυτή η δήλωση αποκτά και μια επιπλέον δόση ειρωνικής αυτοαναφορικότητας.