Απρίλιος 1945. Οι Σύμμαχοι σχεδιάζουν την τελευταία αντεπίθεση στην Ευρώπη. Ο σκληροτράχηλος λοχίας Wardaddy ηγείται μιας εξαιρετικά επικίνδυνης αποστολής σε εχθρικό έδαφος, μέσα στη διαλυμένη αλλά επίμονη Γερμανία, έχοντας στη διάθεσή του μόνο ένα τανκ με πενταμελές πλήρωμα. Με αριθμητικό μειονέκτημα, ελάχιστα πολεμοφόδια και σέρνοντας μαζί τους έναν νεοσύλλεκτο που αντιμετωπίζει ηθικά διλήμματα, η ομάδα, κόντρα στις πιθανότητες, διαθέτει τον ηρωισμό, για να δώσει την τελευταία της μάχη στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.

Μια πολεμική ταινία είναι μια κατ εξοχήν ταινία είδους, όμως όπως κάθε καλή ταινία είδους, έτσι και το «Fury» κατορθώνει να στέκεται πάνω από τους περιορισμούς που το είδος της επιβάλλει. Μπερδευτήκατε; Με πιο απλά λόγια, το φιλμ του Ντέιβιντ Αγιερ, είνια μεν μια πολεμική ταινία, δίχως όμως να υπηρετεί σχεδόν κανένα από τα κλισέ που θα μπορούσαν να το κάνουν να εκραγεί με θόρυβο πάνω στις νάρκες της ίδιας της φιλοδοξίας του.

Και το φιλμ είναι αναμφίβολα φιλόδοξο. Οχι με τον τρόπο μιας ταινίας που έχει για πρωταγωνιστή της έναν από τους μεγαλύτερους σταρ των ημερών μας και που ελπίζει σε ένα σαρωτικό πρώτο σαββατοκύριακο στα ταμεία. Αντίθετα οι φιλοδοξίες του είναι αναμφίβολα πιο βραδυφλεγείς και «παλιομοδίτικες», αυτές μιας ταινίας που δεν θέλει να εντυπωσιάσει, μα να μείνει μαζί σου και μετά το τέλος της προβολής. Γιατί όχι, για πάντα.

Μπορεί να μην έχει μια τόσο εντυπωσιακή σκηνή όπως αυτή της απόβασης των συμμάχων στην Νορμανδία στην «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (αν και συχά έρχεται κοντά σε κάτι τέτοιο), όμως το «Fury» έχει μια πολύ καθαρή ματιά στο τι σημαίνει πόλεμος, στο πως μπορεί να ήταν στ αλήθεια, μια τόσο σκληρή, βίαιη σημαδιακή εμπειρία για τους στρατιώτες κι όχι μόνο.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως οι χαρακτήρες του φιλμ μοιάζουν στερεοτυπικοί, ο σκληροτράχηλος αρχηγός του πληρώματος, ο νεαρός ρούκι, αυτός που πιστεύει με θέρμη στην θεό και ούτω καθεξής. Ομως αν ο Ντείβιντ Αγιερ χρειάζεται αυτούς τους γνώριμους ήρωες σαν οδηγούς μας σε ένα χαώδες ιστορικό και συναισθηματικό πλαίσιο, η διαδρομή τους στην οθόνη, δεν είναι σχεδόν ποτέ τόσο προβλέψιμη όσο θα περίμενες.

Εχει να κάνει με το ταλέντο των ηθοποιών του που κατορθώνουν να εμποτίζουν με ζωή, οργή, απόγνωση, σκληράδα ή ακόμη και τρυφερότητα τους χαρακτήρες τους, μα και με τον τρόπο που το φιλμ δομεί την ιστορία του: όχι μια εναλλαγή από ηρωικά κατορθώματα που ακολουθούν το ένα το άλλη, μα μια σειρά, από μικρές η μεγαλύτερες στιγμές που μοιάζουν απόλυτα πιστευτές: έντονες, δυνατές, επώδυνες, αληθινές.

Το «Fury» έχει το όραμα και το μέγεθος που θα περίμενες από ένα «επικό» πολεμικό φιλμ, μα βρίσκει το αληθινό νόημά του όταν γίνεται «εσωτερικό»: στις συνομιλίες των ανδρών μέσα στα κλειστοφοβικά τοιχώματα του τενεκεδένιου «κουτιού» που αποτελεί το όπλο και την ασπίδα τους, ή στο εσωτερικό ενός σπιτιού σε μια πόλη της Γερμανίας, όπου θα βρεθούν αντιμέτωποι όχι με τον εχθρό, μα με δυο γυναίκες και την εικόνα μιας κανονικής ζωής που έχουν ξεχάσει. Πιθανότατα για πάντα.

Ναι, το φιλμ του Αγιερ πετυχαίνει αυτό ακριβώς στο οποίο στοχεύει, να γίνει μια ταινία που θα μείνει «κλασσική» στο είδος της, κατορθώνοντας να είναι κυνική, αγωνιώδης, βίαιη και βρώμικη, αλλά τις περισσότερες φορές όχι με τον ελεγειακό τρόπο που θα περίμενες. Και ίσως η μόνη αντίρρηση που μπορείς να έχεις απέναντι του, θα ήταν ο τρόπος που λίγο πριν το τέλος, σε μια αληθινά εντυπωσιακή, και συχνά ανατριχιαστικά σκληρή σεκάνς προτάσσει αυτό ακριβώς που δεν θέλει να πουλήσει, μια λίγο μεγαλύτερη δόση ηρωισμού, απ όση το φιλμ χρειαζόταν κι απ όση μέχρι εκείνο το σημείο υποσχόταν.

Διαβάστε και δείτε ακόμη: