Σε μια μικρή γερμανική πόλη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ανα θρηνεί καθημερινά στον τάφο του αγαπημένου της αρραβωνιαστικού Φραντζ, θύμα μιας μάχης σε γαλλικό έδαφος. Μια μέρα ένας νεαρός, γοητευτικός Γάλλος, ο Αντριάν, αφήνει λουλούδια στον τάφο. Η παρουσία του, μετά την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, θα προκαλέσει όχι μόνο αντιδράσεις αλλά και πάθη.

Υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο στο σινεμά που αρέσκεται να δημιουργεί ο Οζόν: δεν είναι ποτέ βαρετό. Ετερόκλητο, σχιζοφρενικό, ενίοτε εκτροχιασμένο, ναι. Βαρετό, όμως, ποτέ. Πάντα έχει μια ενέργεια, μια σαφή επίγνωση του τι κάνει και μια συνεχή διάθεση για παιχνίδισμα και πειραματισμό που αψηφά τα είδη και τον οδηγεί συχνά σε αχαρτογράφητες, επικίνδυνες περιοχές. Το «Frantz» αποτελεί κομμάτι αυτού του σύμπαντος όχι με την έννοια του πειραματισμού (θα μπορούσε αντιθέτως να πει κανείς ότι είναι μάλλον από τις πιο «παραδοσιακές» ταινίες του) αλλά με την έννοια ότι και πάλι ο Οζόν αγκαλιάζει το είδος που υπηρετεί, το ερωτικό, ιστορικό δράμα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και βρίσκει τον προσωπικό του τρόπο να το αναδείξει, δίνοντας προσοχή ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια.

Ο Οζόν βασίζει την ταινία του στο «Broken Lullaby» του Ερνστ Λιούμπιτς από το 1932, το οποίο με τη σειρά του είχε βασιστεί σε θεατρικό έργο του Γάλλου Μορίς Ροστάντ, χρησιμοποιεί τον Πιερ Νινέ του «Yves Saint Laurent» και του «Συγγραφέα» σε έναν ακόμα ευαίσθητο ρόλο που παίζει με τις εσωτερικές σκέψεις, τις ανεπαίσθητες κινήσεις του σώματος και το εκφραστικό βλέμμα και εξερευνά με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του «Frantz» έναν θλιμμένο κόσμο ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όπου τα πάντα μοιάζουν ακόμα να ορίζονται από τον θάνατο. Υπάρχουν στιγμές που το χρώμα πλημμυρίζει τα κάδρα (σε μία κλισέ επιλογή που όμως ο Οζόν αναμενόμενα υποστηρίζει με συνέπεια μέχρι το τέλος) όμως αυτή η ασπρόμαυρη πραγματικότητα είναι ο ουσιαστικός κόσμος της ταινίας και εκεί όπου πάντα επιστρέφουν οι ήρωές της.

Ο Οζόν δεν πουλάει την ταινία ως κατ’ εξοχήν δράμα ανατροπών όμως είναι καλό είναι να μην γνωρίζει κανείς πολλά στοιχεία για την πλοκή της ιστορίας. Ωστόσο, αξίζει να έχει υπόψη την ενδιαφέρουσα διχοτόμησή της καθώς στα μισά του φιλμ, η αφήγηση αντιστρέφεται, στοιχεία του πρώτου μέρους καθρεφτίζονται σε μια σειρά αντίστοιχων γεγονότων στο δεύτερο μισό και μια ιστορία που μέχρι τότε βασιζόταν κυρίως στο συναίσθημα και το μελόδραμα γίνεται κάτι μεγαλύτερο που αφορά τα κατάλοιπα του πολέμου, τον προσωπικό αγώνα κάποιου μακριά από το πεδίο της μάχης και την προσπάθεια όλων για ομαλή επιστροφή σε έναν ειρηνικό κόσμο που δεν μπορεί να αγνοήσει τις απώλειες. Ο Οζόν ανάμεσα σε όλα αυτά δεν χάνει τον προσανατολισμό του, ούτε παρασύρεται από την παγίδα του να αγιοποιήσει τους ήρωές του παρά παραμένει ψύχραιμος με σαφή διάθεση να τους καταλάβει και να κατανοήσει τον λόγο που ενήργησαν έτσι. Αυτό ειδικά είναι εμφανές όχι μόνο στην περίπτωση της Άννα αλλά και στους γονείς του Φραντζ, οι οποίοι αποκαλύπτουν μια πιο σύνθετη παράμετρο ξενοφοβίας, πέρα από την συζυγική αγάπη ή την απώλειά ενός γιου από τον εχθρό.

Καταλυτική για την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης είναι φυσικά η πρωτοεμφανιζόμενη Πάουλα Μπιρ (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού στο 73ο Φεστιβάλ Βενετίας), η οποία μεταδίδει και την μελαγχολία της εξόδου από τον πόλεμο και την αβεβαιότητα για την αντίθεση ανάμεσα σε αυτά που προστάζει η καρδιά και η καθιερωμένη ηθική και το μίσος που προκύπτει από την απώλεια και την ευαισθησία μιας ανοιχτής στο μέλλον ψυχής. Η Μπιρ αριστεύει σε κάθε παράμετρο της ερμηνείας που καλείται να δώσει, άλλη μία απόδειξη της ικανότητας του Οζόν να παίρνει το καλύτερο από τους ηθοποιούς του και να αποτυπώνει το συναισθηματικά περίπλοκο χωρίς να γίνεται απροκάλυπτα προφανές. Μπορεί το «Frantz» να αφορά μια σχετικά απλή ιστορία, χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς ή εξελίξεις που κόβουν την αναπνοή, όμως κάτω από την επιφάνεια είναι αρκούντως πολύπλοκο και εξαιρετικά ευαίσθητο, ακριβώς όπως και η ερμηνεία της Μπιρ.

Σαφώς και είναι πιο παλιομοδίτικο σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη (πιο πρόσφατα το «Νέα και Ομορφη» και «Η Καινούργια Φιλενάδα») και σαφώς ο ρυθμός είναι περισσότερο αργός και μάλλον προσανατολισμένος σε ένα μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό που προτιμά περισσότερο το κλασικό σινεμά, όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αφενός, ο Οζόν παραμένει μέχρι τέλους συνεπής σε αυτό που προβάλλει και, αφετέρου, παρά την βραδύτητα της αφήγησης, το σταδιακό χτίσιμο της ιστορίας είναι πραγματικά φροντισμένο και στο τέλος όντως αποδίδει τόσο ηθικά όσο και συναισθηματικά. Ο Οζόν νοιάζεται αρκετά για τους ήρωες ώστε να τους στοιχειοθετήσει πλήρως και τρισδιάστατα και η μελό διάσταση της αφήγησης υποστηρίζεται με πάθος από τη διαχρονική και μάλλον κλασική δομή της ταινίας. Το «Frantz» είναι από τα φιλμ που θα άρεσαν είκοσι χρόνια πριν που μάλλον θα έδιναν την ίδια εντύπωση αν κυκλοφορούσαν είκοσι χρόνια μετά και αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη του πόσο δύναμη κρύβει η ταινία μέσα στις σιωπές της.

Διαβάστε ακόμη: Ο Φρανσουά Οζόν μιλάει στο Flix: «Το "Frantz" είναι μια επίκαιρη ταινία»