Η Πομπηία ζει τις δόξες της, υπό το ζυγό των Ρωμαίων, με άρτο και θεάματα, πλούτη και γιορτές, κάτω από τη σκιά του Βεζούβιο που κάθε τόσο βρυχάται για να δηλώσει την παρουσία του. Στην πόλη θα καταφθάσει ο ανίκητος Κέλτης μονομάχος, ο Μάιλο, που αναζητά εκδίκηση για την πάλαι ποτέ σφαγή της οικογένειας και των χωριανών του. Καθώς το ηφαίστειο αρχίζει να καπνίζει και η φωτιά να βράζει στα σωθικά του, ο Μάιλο πρέπει να επαναστατήσει, μέσα στην αρένα, ενάντια στον Ρωμαίο κατακτητή και, ταυτόχρονα, να σώσει την ανυπεράσπιστη αριστοκράτισσα δεσποσύνη που έχει ερωτευτεί, πριν την επικείμενη καταστροφή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Πολ Αντερσον, έχει ως διαπιστευτήριά του φιλμ σαν τα «Resident Evil», τους «Τρεις Σωματοφύλακες» και το «Mortal Kombat», οπότε δεν έρχεται ως έκπληξη το γεγονός ότι πρόκειται για μια τραβηγμένη απ’ τα μπουκλωτά μαλλιά, κλισέ, ανέμπνευστη ιστορία με προκάτ διαλόγους, κάτι σαν τζέιν-έιρ-κάτω-απ-το-ηφαίστειο, σα σταυροδρόμι του καταδικασμένου έρωτα ενός «Τιτανικού» με, φυσικά, τον «Μονομάχο» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Οι περιπέτειες του μοναχικού, μονόχνωτου Μάιλο που δε θέλει να κάνει παρέες γιατί ο θάνατος τον κυνηγά, αλλά και το ρομάντζο με την άχρωμη και άγευστη Κάσια κυλούν τόσο προβλέψιμα που ο θεατής ανυπομονεί να εκραγεί ο Βεζούβιος – γιατί ναι, αυτό συμβαίνει, η ιστορία δεν ανατρέπεται! – ώστε να δει λίγη δράση. Αντ’ αυτού, σε περισσότερη από τη μισή ταινία, παρακολουθεί αδιάφορους ήρωες κι ένα κλασικό love story, όπου εκείνος είναι πτωχός (αλλά δυνατός μονομάχος), εκείνη πλουσία αλλά η αγάπη τάξεις δε θωρεί.

Και, πραγματικά, τα ειδικά εφέ τής (τρισδιάστατης, οπωσδήποτε) έκρηξης του Ηφαιστείου, που φτύνει πυρακτωμένες πέτρες και ξεχειλίζει υγρή φωτιά που σαρώνει εκτάσεις, σπίτια, καράβια και… έρωτες, είναι πραγματικά θεαματικά, ικανά να διασώσουν την τιμή της ταινίας. Προοδευτικά, από peplum ρομαντική κομεντί, το φιλμ μετατρέπεται σε ταινία καταστροφής και οι σκηνές της επίθεσης της ορθάνοιχτης βουνοκορφής είναι οι καλύτερές της.

Περισσότερο, όμως, κι από τη 3D εξτραβαγκάντσα του Βεζούβιου, εκρηκτική είναι η παρουσία του Κιτ Χάρινγκτον στο ρόλο του Μάιλο, με κοιλιακούς που μοιάζουν κι αυτοί σχεδιασμένοι με ειδικά εφέ. Οι υπόλοιποι άντρες της ταινίας θα μπορούσαν να λέγονται «ο Κακός, ο Μαλθακός κι ο Τεράστιος», καθώς ο Κίφερ Σάδερλαντ κι ο Τζάρεντ Χάρις δεν είναι παρά καρικατούρες κι ο (επίσης μονομάχος και κολλητός του Μάιλο) Αντεγουάλι Ακινόγιε-Αγκμπάτζι, ως άλλος Τζιμόν Χούνσου, απλώς γεμίζει μέγεθος και τεστοστερόνη την οθόνη. Αντίθετα ο Χάρινγκτον, με τον ακαταμάχητο συνδυασμό στομάχι φέτες / ευάλωτο βλέμμα, ή κορμί όλο λάσπες / μαλλί μπούκλα με αφρό, σε κάνει τουλάχιστον να εύχεσαι να μη γίνει στάχτη, παρότι προτιμούμε να τον καμαρώνουμε ως Τζον Σνόου στο «Game of Thrones».