Χωρίς χρώμα, χωρίς ήλιο, χωρίς λόγια...

Σύγχρονη (αν και άχρονη) παραβολή, παιδικό (ή ενήλικο) παραμύθι ή απλά μια (αρχετυπική) ιστορία για μια πόλη, δύο ανθρώπους και έναν έρωτα, το «Για Πάντα» της Μαργαρίτας Μαντά είναι μια ταινία που κατοικεί στον απροσδιόριστο χωροχρόνο που χωρίζει τα «χωρίς» αυτού του κόσμου από τα «με» που κρύβονται μέσα του ως μια υπόσχεση πως τίποτα δεν έχει τελειώσει.

Εκεί, σε μια καθημερινότητα αποχρωματισμένη αλλά όχι ασπρόμαυρη, όπου ο ήλιος δεν βγαίνει ποτέ αλλά ο μονίμως συννεφιασμένος ουρανός δεν δίνει ποτέ βροχή και οι λέξεις είναι μια περιττή σύμβαση επικοινωνίας, ζουν και οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας: η Αννα, ο Κώστας και η Αθήνα.

Η Αννα μένει μόνη, καπνίζει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας στο μπαλκόνι της μαζί με τον καφέ και κάνει καθημερινά την ίδια διαδρομή με το τρένο μέχρι τον Πειραιά, υπάλληλος σε ένα εκδοτήριο εισιτηρίων για τα νησιά.

Ο Κώστας μένει μόνος, κάθε βράδυ βλέπει τηλεόραση μαζί με το δείπνο του και το πρωί ξεκινάει πάλι την ίδια διαδρομή προς τον Πειραιά, οδηγός τρένου με μοναδική του παρέα τους επιβάτες που παρατηρεί να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σε κάθε στάση.

Η Αθήνα είναι κι αυτή μόνη, μια πόλη που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο κι όμως ταυτόχρονα μόνο εδώ, μνημείο μιας απέραντης σχεδόν «αποκαλυπτικής» μοναξιάς όπου οι φευγαλέες κινήσεις των κατοίκων της μοιάζουν μηχανικές, ενσωματωμένες μέσα στην δική της απέραντη θέα προς τις άδειες λεωφόρους, το ακινητοποιημένο λιμάνι, την ερημιά που απλώνεται ορμητικά μετά από μια μεγάλη, κοσμική καταστροφή, η οποία μοιάζει να έχει συντελεστεί πολύ νωρίτερα από την πρόσφατη απτή κρίση.

Και οι τρεις τους συναντιούνται καθημερινά, δεν γνωρίζονται, ξανασυναντιούνται... Σε μια ρουτίνα που μοιάζει να υπάρχει με μοναδικό σκοπό να τους φέρει κοντά, απρόσμενα, χωρίς κανείς να το περιμένει, αυτοί δύο άνθρωποι σαν οι τελευταίοι ζωντανοί στον κόσμο και η πόλη σαν το προσωπικό τους αφιλόξενο και ταυτόχρονα οικείο καταφύγιο.

Μακριά από το ρεαλισμό και την πολύβουη εκεί Αθήνα των σε μόνιμο traffic jam ανθρώπινων σχέσεων της «Χρυσόσκονης», η Μαργαρίτα Μαντά ακολουθεί την Αννα, τον Κώστα και την Αθήνα με τον φορμαλιστικό ποιητικό διακεκομμένο ρυθμό μιας αμαξοστοιχίας που σταματάει και ξεκινάει ξανά, ελπίζοντας πως σε κάποια από αυτές τις στάσεις η Αννα και ο Κώστας θα εκπληρώσουν την «αποστολή» τους και θα συναντηθούν - όχι μόνο επειδή αυτό μοιάζει να είναι ο μοναδικός τρόπος για να μην είναι μόνοι, αλλά γιατί η Μαντά πιστεύει στον ρομαντισμό με εκείνη την ανεπιτήδευτη έννοια μιας δύναμης που μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Ισως γι' αυτό η αντίθεση της αυστηρής και επιτηδευμένης φόρμας του «Για Πάντα» παραμένει κυρίαρχη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο, ηθελημένα πάνω από οποιαδήποτε δραματουργία και σεναριακή τεχνική, δίνοντας τον πρώτο «λόγο» στην εικόνα και την ατμόσφαιρα που αυτή αποπνέει. Η αποχρωματισμένη, σέπια φωτογραφία του Κωστή Γκίκα, η ακίνητη κάμερα, το «πειραγμένο» sound design που μεταμορφώνει τους ήχους της πόλης σε μια απόκοσμη ambient συμφωνία, η Αννα Μάσχα και ο Κώστας Φιλίππογλου (αποχρωματισμένοι κι αυτοί από συναισθήματα και την παραμικρή δραματική έξαρση, ίσως περισσότερο από το κανονικό) σαν χαρακτήρες - σύμβολα, όλα υπηρετούν ένα και μόνο όραμα.

Αυτό μιας ταινίας που δεν συγκινεί με την ιστορία της αλλά με την άρτια κατασκευή της και με τον διαπεραστικό τρόπο που το κάνει μια ταινία για το τέλος του κόσμου φτιαγμένη ακριβώς τη στιγμή που κάτι πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να ξεκινήσει απο την αρχή.

Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «Για Πάντα»: