Η Ανι δεν είναι και στην καλύτερη φάση της ζωής της καθώς έχει ξεμείνει τόσο από λεφτά όσο και από σχέση… Οταν όμως μαθαίνει πως η καλύτερη φίλη της αρραβωνιάστηκε, κάνει τα αδύνατα δυνατά να είναι η καλύτερη παράνυμφος που θα μπορούσε να υπάρξει! Αυτό όμως αποδεικνύεται αρκετά δύσκολο δεδομένων των υπολοίπων, άγνωστων στην Ανι, γυναικών που απαρτίζουν την παρέα της μελλόνυμφης και οι οποίες με τη σειρά τους διεκδικούν τον τίτλο της καλύτερης παρανύμφου, κάνοντας τη ζωή της Ανι ακόμα δυσκολότερη...

«Οχι πια ρομαντικές κομεντί» μοιάζει να είναι το σύνθημα στις «Φιλενάδες» και δεν θα μπορούσαμε παρά να ζητωκραυγάζουμε μια τέτοια πολεμική ιαχή, ειδικά όταν προέρχεται από το πληκτρολόγιο μιας (η καλύτερα δυο, μια που Κρίστεν Γουίγκ υπογράφει το σενάριο μαζί με την Ανι Μούμολο), γυναίκας.

Μια από τις καλύτερες φρέσκες κωμικούς του «Saturday Night Live» η Γουίγκ έχει τα κότσια, την κωμική κοψιά και το ταλέντο στο γράψιμο, για να στήσει μια κωμωδία που κοιτάζει με κυνισμό, αλλά και αγάπη κι ευτυχώς, δίχως γλυκανάλατες κοριτσίστικες αμπελοφιλοσοφίες, τις σχέσεις των ηρωίδων της.

Μόνο που κάτω από την ελευθερία μιας R-Rated κωμωδίας, μοιάζει δυστυχώς, να μην ξέρει που να σταματήσει. Εχοντας μάλιστα το όνομα του Τζουντ Απατοου στην παραγωγή, ως εγγύηση για την εμπορική τύχη της ταινίας, μοιάζει να τολμά πράγματα που ακόμη και οι κάγκουροι του «Hangover», θα σκέφτονταν δυο φορές πριν τα τολμήσουν.

Κι αν, ασφαλώς κατανοείς τους λόγους που την έκαναν να γράψει την εναρκτήρια ερωτική σκηνή της με τον Τζον Χαμ, τόσο «ζωντανή», πραγματικά μας διαφεύγει που ακριβώς βρίσκεται το αστείο σε μια σεκάνς όπου οι παράνυφες εκτοξεύουν τα εσωτερικά του στομαχιού και των εντέρων τους -από το στόμα κι όχι μόνο-, παντού, σε ένα κουφετί σαλόνι νυφικών. Βεβαίως επειδή δεν έχω προβάρει ποτέ νυφικό, δεν μπορώ να φανταστώ τι τραύματα μπορεί να αφήσει μια τέτοια διαδικασία, οπότε κορίτσια, αν η συγκεκριμένη σκηνή μιλά κάπου βαθιά μέσα σας, τι να πω; Πάσο!

Πέρα κι από την... διάρροια όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα του φιλμ, δεν είναι η επιμονή του στο να παρεκτρέπεται, είναι η αποσπασματική, διακεκομμένη δομή του που το κάνει να μοιάζει (τυχαία;) με συρραφή από περισσότερο ή λιγότερα αστεία σκετς, κάτι που και η μάλλον διεκπεραιωτική σκηνοθεσία του (με πλούσια πείρα στην τηλεόραση), Πολ Φέιγκ, δεν μπορεί να διασώσει.

Ακόμη κι έτσι, το φιλμ δεν παύει να είναι κατά στιγμές πολύ αστείο, και κυρίως πετυχημένο στον τρόπο που κοιτάζει τις γυναικείες φιλίες, την απόσταση που χωρίζει την αγάπη τους από την έχθρα, τους κώδικες της επικοινωνίας τους, τις εσωτερικές τους σχέσεις.

Ασφαλώς και τις περισσότερες φορές η υπερβολή είναι η «επίσημη γλώσσα» της ταινίας και ναι, οι ηρωίδες του φλερτάρουν με την καρικατούρα, αλλά ακόμη κι έτσι, υποπτεύεσαι πως κάτι αληθινό κρύβεται στο βάθος όλης αυτής της κωμωδίας.

Τι κρίμα που δεν βρίσκει περισσότερο χώρο για να ξεδιπλωθεί και να παραμερίσει τις χοντράδες για να αποκαλύψει την πολύ πιο ενδιαφέρουσα, εξίσου αστεία και όχι τόσο υστερική, ταινία που κρύβεται από πίσω...