Η αληθινή ιστορία του πυγμάχου Μίκι Γουόρντ, της εκρηκτικής σχέσης του με τον αδερφό του και την άνοδο του από τις φτωχικές συνοικίες της Μασαχουσέτης της δεκαετίας του 80' στην κορυφή του κόσμου.

Οταν ο Ντάρεν Αρονόφσκι παρέδωσε το πρότζεκτ του «Τhe Fighter» στον Ντείβιντ Ο. Ράσελ, κρατώντας τελικά μόνο τον ρόλο του παραγωγού, ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτό που χρειαζόταν μια ταινία για την αληθινή, αλλά όχι και τόσο πρωτότυπη ιστορία της ανόδου ενός φτωχόπαιδου που μεγάλωσε με το όνειρο του να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Άνισος σαν δημιουργός, ο σκηνοθέτης του «Flirting With Disaster» (1996) και του «Three Kings» (1999) απέδειξε, ωστόσο, μέσα στα χρόνια πωςδιαθέτει την ικανότητα να προσδίδει βαρύτητα, χιούμορ και ενδιαφέρον ακόμη και στην πιο προβλέψιμη ιστορία την ίδια στιγμή που γνωρίζει καλά κάθε πτυχή της έννοιας «διεύθυνση ηθοποιών». Με το «Τhe Fighter» λίγοι θα διαφωνούσαν ότι παραδίδει την καλύτερη ταινία της καριέρας του.

Χτυπώντας κέντρο στον ρεαλισμό της εργατικής τάξης στην οποία ανήκουν οι ήρωες του και την ενέργεια που αναδίδει από τη φύση του το μποξ ως άθλημα, ο Ράσελ σκηνοθετεί αείκινητα, νευρικά, σχεδόν σαν να γυρίζει ντοκιμαντέρ. Το βλέμμα του είναι στραμμένο στα πρόσωπα, οι αγώνες είναι κινηματογραφημένοι σαν να πρόκειται για τηλεοπτική προβολή και το σκηνικό των 80s ταιριάζει απόλυτα στην καταγραφή μιας ιστορίας που υπό άλλες συνθήκες θα κατέρρεε κάτω από το βάρος του μελοδραματισμού της.

Οχι όμως εδώ όπου τέσσερις ηθοποιοί κρατάνε το ηθικό ψηλά σε ένα αυθεντικό πορτρέτο μιας white trash οικογένειας που αποτελεί στην κυριολεξία το πραγματικό ρινγκ μέσα στο οποίο πρέπει να επικρατήσει ο πιο ισχυρός. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, στον ρόλο του Μίκι Γουορντ αποδεικνύει πως μεγαλώνοντας ολοκληρώνει με αμεσότητα και χαμηλούς τόνους τον «άδειο ήρωα» που ήταν κάποτε ο Τζέιμς Στίουαρτ και αργότερα ο Τομ Χανκς. Στο πλευρό του, η κάθε φορά καλύτερη Έιμι Ανταμς ερμηνεύει με ζεστασιά και δύναμη την κοπέλα του που προσπαθεί να τον αποδεσμεύσει από μια οικογένεια που τον οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή. Μέσα στους κόλπους αυτής της τρομακτικής οικογένειας, κυριαρχεί ως ηγετική φιγούρα η μάνα της Μελίσα Λίο που καταφέρνει να υπερβεί την γραφικότητα προκειμένου να αναδειχθεί σε έναν ολοζώντανο και θορυβώδη εφιάλτη που πνίγει το όνειρο του Μίκι μέσα στην απολίτιστη και ταυτόχρονα τραγική επιβεβαίωση της καταγωγής της.

Και οι τρείς τους, ωστόσο, χάνουν κατά κράτος κάθε ερμηνευτική μάχη από τον Ντίκι του Κρίστιαν Μπέιλ, ο οποίος σε μια ακόμη θαραλλέα μεταμόρφωση (εξίσου εντυπωσιακή με αυτή του «The Machinist» το 2004) κουβαλά με κάθε κίνηση του σώματος και του προσώπου του την ψυχή ολόκληρης της ταινίας. Οι σκηνές του, κυρίως αυτές ανάμεσα στα δύο αδέρφια, δίνουν νόημα όχι μόνο στον τίτλο της ταινίας για το ποιος είναι ο πραγματικός «Fighter», αλλά και σε όλη την προσπάθεια του Ρασελ να προσδώσει όσο το δυνατόν σημερινές διαστάσεις σε ένα λαϊκό μελόδραμα που ενισχύει τον μύθο του αμερικανικού ονείρου.