Η άλλοτε επιτυχημένη και διάσημη ηθοποιός Φεντόρα αυτοκτονεί πέφτοντας στι γραμμές του τρένου. Συντετριμμένος ο πασίγνωστος παραγωγός του Χόλιγουντ Μπάρι Ντέτβαϊλερ θα παραβρεθεί στην κηδεία της στο Παρίσι, όπου και αναρωτιέται αν - και κατά πόσο - φέρει και ο ίδιος μερίδιο ευθύνης για τον θάνατό της. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, είχε ταξιδέψει στην Κέρκυρα, όπου η Φεντόρα είχε επιλέξει να απομονωθεί σε μία πολυτελή βίλα. Μαζί της ζούσαν, η ιδιοκτήτρια του νησιού, κόμισσα Σομπριάνκσι και ο γιατρός Δρ. Βάντο με τη βοηθό του. Ο Μπάρι είχε στα χέρια του μία κινηματογραφική διασκευή της «Αννα Καρένινα», μεταφέροντάς της ότι κάποιοι σημαντικοί χρηματοδότες είχαν δεσμευτεί να επενδύσουν στην ταινία μόνο αν δεχτεί να υποδυθεί το ρόλο η Φεντόρα. Παρότι η διάσημη ηθοποιός έδειχνε πρόθυμη και ικανή να πάρει τον ρόλο και να τον φέρει εις πέρας, τα σχέδια του παραγωγού προσέκρουσαν πάνω στη διάγνωση του πλαστικού χειρουργού, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η Φεντόρα πάσχει από παράνοια και είναι αδύνατον να παίξει...

To 1976 – ακριβώς την εποχή που ο χρησμός «Δέν είμαι εγώ που μεγάλωσα. Είναι οι ταινίες που έγιναν μικρές» της Νόρμα Ντέσμοντ του «Sunset Blvd.» είχε βγει πιο αληθινός από ποτέ - o Μπίλι Γουάιλντερ ήταν 70 ετών.

Η δεκαετία του ’70 είχε ξεκινήσει με αρνητικούς οιωνούς: το «The Private Lives of Sherlock Holmes» (1970) είχε υποστεί στην τελική του εκδοχή το βαρύ χέρι των παραγωγών, χρεώνοντας στον Γουάιλντερ μια εμπορική αποτυχία, το «Avanti!» (1972) είχε αφήσει σε όσους συμμετείχαν αλλά και στον ίδιο τον δημιουργό του μια έντονη γεύση απογοήτευσης του και η απόπειρα του Γουάιλντερ να καταπατήσει τα πιστεύω του κατά των ριμέικ έστειλε το δικό του «Front Page» (1974) σχεδόν στην αφάνεια, επιβεβαιώνοντας όσους ήταν πλέον σίγουροι πως ο πάλαι πότε «θαυματουργός» Αυστριακός είχε χάσει εδώ και καιρό το μαγικό του άγγιγμα.

Και αν ο Γουάιλντερ είχε αποφύγει να γυρίσει το «Buddy Buddy» το 1981, την ταινία που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμά του και μια από αυτές που θα ήθελε να ξεχάσει και ο ίδιος, δεν θα υπήρχε ιδανικότερο κλείσιμο καριέρας από την ταινία που γύρισε το 1976, έναν ακόμη φόρο τιμής στην ίδια τη βιομηχανία του θεάματος, ακριβώς όπως είχε κάνει 26 χρόνια πριν με το αριστουργηματικό «Sunset Blvd.», εδώ στην πιο camp, εξωφρενική και... κατάμαυρη εκδοχή του.

Οι θεωρητικοί του μέλλοντος – αλλά και μερίδα της κριτικής της εποχής – θα έσωζαν, με διαβαθμίσεις (και εξαιρώντας παντελώς το «Buddy Buddy»), τις περισσότερες από τις παραπάνω τελευταίες ταινίες του Γουάιλντερ, αλλά θα κρατούσαν με σιγουριά το χαρακτηρισμό «υποτιμημένη» μόνο για μία, αυτήν με το περίεργο όνομα «Fedora».

Βλέπετε το «Fedora» είναι μια εν δυνάμει σπουδαία ταινία που δεν γίνεται ποτέ σπουδαία για τον μοναδικό λόγο ότι μέσα στην τρέλα και την ελευθερία της παραμένει ένα από τα πιο πικρά σχόλια που κινηματογραφήθηκαν ποτέ πάνω στο πέρασμα του χρόνου και το αδυσώπητο της βιομηχανίας του θεάματος.

Τόσο πικρό που δεν θα μπορούσε ποτέ παρά να γυριστεί από έναν μεγάλο δημιουργό που είδε το σύστημα να τον αποθεώνει, τους κριτικούς να τον ανυψώνουν στο A – list του Χόλιγουντ, το κοινό να κάνει κλασικές τις ταινίες του και ταυτόχρονα μερίδα της κριτικής να παραμένει σκεπτική απέναντι στην «ελαφρότητα» του σινεμά του, κάθε του προσπάθεια για μια «διαφορετική» ταινία να πέφτει στο κενό (βλ. «Ace in the Hole») και το πέρασμα του χρόνου να τον διώχνει από τη βιομηχανία.

Σε ευθεία γραμμή με τη δομή του «Sunset Blvrd.», το «Fedora» ξετυλίγεται μέσα από το voice over του 18 χρόνια μεγαλύτερου αλλά ακόμη ακαταμάχητα γοητευτικού Γουίλιαμ Χόλντεν και αφηγείται την ιστορία μιας ντίβας, το ίδιο ή και ακόμη πιο διάσημης από την Νόρμα Ντέσμοντ της Γκλόρια Σουάνσον. Η αυτοκτονία της στα πρώτα λεπτά της ταινίας θα είναι μόνο η αρχή του τέλους για ένα μυστήριο που μοιάζει να ζει ταυτόχρονα στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας και στα ασπρόμαυρα 40s, στην πιο eurotrash εκδοχή μιας χολιγουντιανής ταινίας και στο «σοβαροφανές» σινεμά του auteur, στην φαντασίωση μιας αιώνιας νεότητας και στην πειραγμένη εκδοχή ενός φιλμ-νουάρ με αντιστοιχίες που μόνο ο Γουάιλντερ θα μπορούσε να αναδείξει μέσα από ένα εξπρεσιονιστικό spoof πάνω στην ίδια τη βιομηχανία του θεάματος.

Οσο η ώρα περνάει και ο Γουάιλντερ ξετυλίγει με στιγμές πραγματικού κινηματογραφικου μεγαλείου το μυστήριο της ηρωίδας του – γυρίζοντας το φιλμ όπως θα έμοιαζε ένα γύρισμα των 40s ποτισμένο με το LSD των 70s –, τόσο το «Fedora» μεταμορφώνεται σε ένα παραισθησιογόνο ghost story μέσα στο οποίο ο Γουάιλντερ μιλάει για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για ένα τόσο απάνθρωπο σύστημα που αρνείται να δεχτεί πως τα «προϊόντα» του είναι ανθρώπινα όντα και πως η αιώνια νεότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από μια τερατώδη...παραμόρφωση.

Να μια καλή οδηγία για το πως πρέπει να δεις το «Fedora», αφού στην ολότητά του το φιλμ του Γουάιλντερ δεν είναι παρά ένας παραμορφωτικός καθρέφτης πάνω στο ίδιο το σινεμά (και την εικόνα), φτιαγμένος χωρίς συμβάσεις. Μέσα από τα εξωφρενικά camp του κομμάτια καθώς αυτά σπάνε για να αποκαλύψουν την... αλήθεια, μένει γυμνή μια βαθιά μελαγχολία για το τέλος μιας ολόκληρης καριέρας, για μια θεώρηση του σινεμά ως κάτι μεγαλειώδους και για όσα μένουν όταν παύεις πια να ενδιαφέρεσαι για όσα θεωρούν αποδεκτά οι κριτικοί, το κοινό και η ιστορία του σινεμά.

Αταξινόμητη, γεμάτη ελαττώματα, λαμπερή, κουρασμένη, αστεία τόσο που δεν ντρέπεται να γελοιοποιηθεί, σύμβολο μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και σίγουρη πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο το σινεμά θα βρει τον τρόπο να μην την ξεχάσει ποτέ, η Φεντόρα είναι μια ντίβα που έρχεται από το παρελθόν για ένα τελευταίο comeback.

Και ο Γουάιλντερ, στα 70 του χρόνια, με μια σειρά αποτυχιών στην πλάτη του και ταυτόχρονα με τη σοφία ενός δημιουργού που ενδιαφερόταν πάντοτε για το κωμικό «κοντινό» στην ανθρώπινη τραγωδία , ήταν απλά πανέτοιμος – αντίθετα με τα 70s - για το τελευταίο close-up της.