Ακριβώς όπως ο Τύπος της δεκαετίας του 1970 έπαθε φρενίτιδα με την persona του Τεντ Μπάντι (είτε λόγω του γεγονότος ότι το παρουσιαστικό του δεν έφερνε καθόλου στο «πρότυπο» ενός δολοφόνου, είτε επειδή η περίπτωσή του συγκεκριμένα οδήγησε κυριολεκτικά στη δημιουργία του όρου «κατά συρροή δολοφόνος»), τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια παράδοξη αναβίωση του ενδιαφέροντος για την περίπτωσή του «δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο», η οποία ξεκίνησε ξανά κατά κάποιον τρόπο με το «Mindhunter» του Ντέιβιντ Φίντσερ για να απογειωθεί με το εξαιρετικά επιτυχημένο ντοκιμαντέρ «Συζήτηση Με Εναν Δολοφόνο: Τεντ Μπάντι», project το οποίο – όπως και η σειρά του Φίντσερ – αναπτύχθηκε για λογαριασμό του Netflix.

Το «Τεντ Μπάντι, Ενας Γοητευτικός Δολοφόνος» έρχεται στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη επίσης με την στάμπα του Netflix και μάλιστα είναι και αυτό σκηνοθετημένο από τον Τζο Μπέρλινγκερ, δημιουργό του «Συζήτηση Με Εναν Δολοφόνο: Τεντ Μπάντι», εστιάζοντας όμως περισσότερο αυτή τη φορά στη μυθοπλαστική αφήγηση της οπτικής της Λιζ Κένταλ, της γυναίκας που ανέπτυξε μια (πολύ) πιο οικεία σχέση με τον δολοφόνο, όσο η ίδια βρισκόταν σε διαρκή εσωτερική διαμάχη σχετικά με την ενδεχόμενη αλήθεια των κατηγοριών που κατακεραύνωναν τον (για ένα πολύ μεγάλο διάστημα) αγαπημένο της.

Ο Μπέρλιντζερ στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ παίζει με την ιδέα ότι ο Μπάντι μπορεί να είναι όντως αθώος, επιλογή περίεργη αν λάβει κανείς υπόψη την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια αλλά και την πληθώρα των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών δουλειών που ασχολήθηκαν πρόσφατα με την υπόθεσή του. Ωστόσο, η οπτική του Μπέρλιντζερ αρέσκεται να αναλαμβάνει το ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει στην αθωότητα του αντι-ήρωά της αλλά γιατί στην ουσία προσπαθεί να αποτυπώσει τη γοητεία που ο Μπάντι άσκησε στην κοινή γνώμη της εποχής και να εξηγήσει (σε κάποιο βαθμό) την επικίνδυνα ισχυρή επιρροή της παρουσίας του.

Η επιλογή του Ζακ Εφρον στον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλωστε είναι από τη φύση της αβανταδόρικη, με την κάμερα του Μπέρλιντζερ να μην χάνει ευκαιρία να εστιάσει είτε στα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, είτε στους σχεδόν αφύσικα ανάγλυφους κοιλιακούς του. Ο Μπάντι του Εφρον είναι ένα γόης της διπλανής πόρτας, ένας άνθρωπος που δε θα μπορούσε να πράξει στη θεωρία τις φρικτές πράξεις ενός κατά συρροή δολοφόνου και μια φύσει χαρισματική προσωπικότητα, που τελικά χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις της για να κρύψει καλά τις σκοτεινές της ενέργειες.

Απέναντί του, η Λιζ της Λίλι Κόλινς έχει μια ικανή εύθραυστη αύρα, όμως το σενάριο του φιλμ μοιάζει σταδιακά να την ξεχνά, όσο η αφήγηση κατευθύνεται στη δικαστική αίθουσα και στο one man show που έστησε εκεί ο Μπάντι, καθώς η υπόθεσή του αποτέλεσε και την πρώτη ιστορικά δίκη που μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση. Η αρχή της ταινίας (όπως άλλωστε και η ιστορική αλήθεια) έχει ήδη αποκαλύψει πού κατευθύνεται η αφήγηση, όμως ο Μπέρλιντζερ χρησιμοποιεί κάθε στάση της αναπόφευκτης διαδρομής για να παίξει με την αμφιβολία και να στήσει τελικά μια ιστορία γεμάτη τραγικούς χαρακτήρες-υποχείρια (κατά πάσα πιθανότητα) μιας δολοφονικής ιδιοφυΐας.

Οσο καλό κι αν φαίνεται αυτό στο χαρτί, στην εκτέλεση «σκοντάφτει» τελικά, λόγω της μεγαλύτερης αδυναμία της ταινίας: του γεγονότος ότι ο Μπέρλιντζερ εξαρτάται υπερβολικά από την έμφυτη γοητεία των ηθοποιών του χωρίς όμως να φροντίζει ταυτόχρονα να προσθέσει ουσία στους χαρακτήρες τους. Ο Μπάντι του Εφρον είναι μια εμφανίσιμη παρουσία που όμως ποτέ δεν δικαιολογεί την αιματηρή της φήμη. Η Λιζ της Κόλινς είναι μια ευαίσθητη αλλά ισχυρή μορφή που χωρίς συνέπεια μοιάζει να κινείται από το ένα άκρο στο άλλο. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, αν και το μοντάζ και η αφήγηση παίζουν με τον χρόνο και τις οπτικές για να αποδείξουν πόσο παραπλανητικά ήταν τελικά τα λόγια του Μπάντι, αυτό που τελικά προκύπτει είναι μια ταινία που αποκρύπτει εσκεμμένα και άκομψα πληροφορίες, απλώς για να τις θυμηθεί ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται και χωρίς τελικά δραματουργικό αντίκτυπο.

Το δε αρχειακό υλικό που κλείνει την ταινία αποκαλύπτει ότι ο Μπέρλιντζερ έχει μελετήσει καλά τις λεπτομέρειες της αφήγησής του, ταυτόχρονα όμως αποδεικνύει και ότι η μυθοπλασία ακολουθεί τελείως διαφορετικούς κανόνες από το σινεμά τεκμηρίωσης, όσο κι αν φαινομενικά και τα δύο έχουν στόχο να αποκαλύψουν – έστω με διαφορετικό τρόπο – την αλήθεια. Το «Τεντ Μπάντι, Ενας Γοητευτικός Δολοφόνος» ουσιαστικά ζημιώνεται από την απόφασή του να μην γίνει πραγματικά τολμηρό, υπονοώντας τη φρίκη που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια αλλά χωρίς να έχει την τόλμη να την αποκαλύψει σε όλο το εύρος της έντασής της.

Ειρωνικά, η ελληνική απόδοση του τίτλου αντικατοπτρίζει πολύ καλύτερα τις αληθινές προθέσεις της ταινίας σε σχέση με τον πρωτότυπο, σαφώς πιο γλαφυρό (και βασισμένο στην πραγματική ανάγνωση του κατηγορητηρίου), αγγλικό πρωτότυπο τίτλο. Στο φιλμ του Μπέρλιντζερ, ο Τεντ Μπάντι δεν είναι τίποτα παραπάνω από απλώς ένας γοητευτικός δολοφόνος.