Λονδίνο, 1956. Ο Κόλιν Κλαρκ είναι ο 23χρονος γιος μιας αριστοκρατικής οικογένειας, που δε θέλει όμως ν’ ασχοληθεί με την οικογενειακή περιουσία: το μόνο που αγαπάει είναι το σινεμά. Ετσι, όταν μέσω μιας γνωριμίας με τη Βίβιαν Λι γίνεται βοηθός του Λόρενς Ολίβιε και 3ος βοηθός παραγωγής στην ταινία που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, το «Ο Πρίγκηπας και η Χορεύτρια», βρίσκεται στον έβδομο ουρανό. Ακόμα περισσότερο όταν γνωρίζει τη συμπρωταγωνίστρια του Ολίβιε, τη Μέριλιν Μονρό, που έρχεται στην Αγγλία μαζί με τον άντρα της, το συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ, για το γύρισμα. Εύθραυστη, ανασφαλής, έξω από τα νερά της, η Μέριλιν θα βρει στον νεαρό Κόλιν ένα σύμμαχο για να βγάλει πέρα μια δύσκολη συνεργασία και να ζήσει κι ένα σύντομο fling.

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του αληθινού Κόλιν Κλαρκ, ο οποίος μεγαλώνοντας έγινε ντοκιμαντερίστας. Κατά συνέπεια, είναι γεμάτο από την εφηβική ματιά και τον αγνό ενθουσιασμό ενός αγοριού για την τέχνη του κινηματογράφου και για ένα μυθικό ίνδαλμα που ήταν ήδη τότε η Μέριλιν Μονρό.

Ο χαρακτήρας της Μέριλιν είναι έτσι γραμμένος ώστε να παρουσιάζει τον τριπλό της ρόλο στη ζωή, της ερωτικής γυναίκας που αναζητά την προσωπική ευτυχία με λάθος επιλογές, του σύμβολου του σεξ που γνωρίζει πολύ καλά πώς να χειρίζεται το κοινό και τους θαυμαστές και του ευάλωτου, γεμάτου ανασφάλεια ανθρώπου που είναι αναγκασμένος να εκτίθεται κάθε δευτερόλεπτο. Και εκεί, σ’ αυτήν την πολυπρισματική παρουσίαση της Μονρό βρίσκεται το καλύτερο κομμάτι της ταινίας.

Κατά τα άλλα, με την πολύχρονη πείρα του στη βρετανική τηλεόραση, ο Σάιμον Κέρτις σκηνοθετεί συμβατικά και με αποκλειστική έμφαση στην αναπαράσταση της εποχής: όλα μοιάζουν ακριβώς όπως πρέπει να ήταν το '56, μόνο, αν κάτι, υπερβολικά σωστά, όχι ζωισμένα, όχι εντελώς φυσικά.

Μέσα στη γλυκειά της διάθεση του καθαρού φόρου τιμής στο σινεμά, με μια ελαφριά, χαριτωμένη αίσθηση κουτσομπολιού ή κλειδαρότρυπας και με πολλή στοργή, η ταινία δε γίνεται ποτέ κάτι το ιδιαίτερο, παρά μόνο στις απαιτήσεις που έχει από τους πρωταγωνιστές της. Η Τζούντι Ντεντς δίνει, με το τίποτα, το βάρος της υπόστασής της, η Τζούλια Ορμόντ είναι λίγο αδικαιολόγητη επιλογή ως Βίβιαν Λι, ο Φίλιπ Τζάκσον στο ρόλο του ντετέκτιβ που προστατεύει τη Μονρό φέρνει το χαμόγελο στα χείλη όσων έχουν δει τον τηλεοπτικό Πουαρό, οι Τόμπι Τζόουνς, Εμα Γουάτσον, Ντόμινικ Κούπερ και Νταγκρέι Σκοτ προσθέτουν το όνομά τους στο καστ χωρίς ερμηνευτικό εκτόπισμα. Ο Εντι Ρέντμεϊν είναι τόσο παιδικός και χαμογελαστός όσο, μάλλον, χρειάζεται, χωρίς να εμβαθύνει καθόλου στο δικό του ήρωα, τον Κόλιν Κλαρκ. Ο Κένεθ Μπράνα είναι μια προφανής επιλογή για τον Λόρενς Ολίβιε, μια και ούτως ή άλλως σε όλη του την καριέρα προσπαθεί να του μοιάσει, αλλά ο Μπράνα παρουσιάζει τον Ολίβιε ως καρικατούρα, υστερικό και μάλλον αντιπαθητικό.

Ωστόσο, το στοίχημα της ταινίας – και στη δημιουργία της αλλά και στην «καριέρα» της – είναι ο τρόπος που η Μισέλ Γουίλιαμς ενσαρκώνει τη Μέριλιν Μονρό κι αυτός είναι πολύ φιλότιμος αλλά όχι στ’αλήθεια αποτελεσματικός. Η Γουίλιαμς αποδίδει τις μεταπτώσεις της Μέριλιν με προσοχή, σκληρή δουλειά, μελέτη. Σέβεται τον όγκο που σηκώνει στους ώμους της και κατά στιγμές είναι και συγκινητική. Της λείπει όμως το ένστικτο και ο μαγνητισμός που όχι μόνο είχε η Μέριλιν, αλλά είναι καλό να έχει και κάθε ηθοποιός που φέρει μια ολόκληρη ταινία.

Με μια σχετική αφέλεια, αλλά καλές προθέσεις, οι «Επτά Μέρες με τη Μέριλιν», τελικά, κάνουν το θεατή να περάσει συμπαθητικά, αλλά να λαχταρά να γυρίσει σπίτι και να περάσει τουλάχιστον αρκετές ώρες στη μικρή οθόνη του με την πραγματική Μέριλιν που κάνει τη διαφορά.