Ο Ιθαν Χαντ το σκάει από μια φυλακή υψίστης ασφαλείας στη Ρωσία. Με τη βοήθεια της ομάδας του εισχωρεί στο Κρεμλίνο προκειμένου να αποτρέψει την κλοπή επικίνδυνων πυρηνικών κεφαλών. Μόνο που όλα πηγαίνουν στραβά, ο Ρώσος μαφιόζος κλέβει το υλικό, το Κρεμλίνο καταστρέφεται σε έκρηξη που ερμηνεύεται ως τρομοκρατική ενέργεια, η IMF παύει τη λειτουργία της. Τώρα ο Ιθαν Χαντ βρίσκεται μόνος, χωρίς υποστήριξη ή τεχνικά μέσα, με τρεις συνεργάτες που δε γνωρίζει καλά και την ευθύνη να σώσει τον κόσμο και το πρόσωπο της οργάνωσής του.

Η κάπως έτσι, γιατί πραγματικά οι σεναριακές λεπτομέρειες δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία σ’ αυτήν, την τέταρτη συνέχεια των «Επικίνδυνων Αποστολών» που υπόσχεται – και σε μεγάλο βαθμό παραδίδει – σασπένς με στιλ.

Ούτως ή άλλως, σε μια ταινία που εξελίσσεται με βάση την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, τόσο στην πλοκή όσο και στην κατασκευή της, το γεγονός ότι στηρίζεται στην αναβίωση της ψυχροπολεμικής διαμάχης Ρώσων και Αμερικανών και στο «κουμπί» που θα προκαλέσει την πυρηνική καταστροφή του κόσμου, είναι ένα στραβοπάτημα που κάνει μια λάθος αρχή.

Στη σκηνοθετική καρέκλα κάθεται αυτή τη φορά ο Μπραντ Μπερντ, από τα αστέρια της Pixar, με την υπογραφή του σε ταινίες όπως ο «Ρατατούης» ή οι «Incredibles». Αρα δεν είναι παράξενο ότι η ταινία αγγίζει στιγμές εικαστικού μεγαλείου, με αποκορύφωμα την «απότομη προσγείωση» στο Μπουρτζ Καλίφα, στο Ντουμπάι, το ψηλότερο κτίριο του κόσμου, με τρόπο που κυριολεκτικά προκαλεί ίλιγγο στο θεατή. Το δημιουργικό ταλέντο, ωστόσο, του Μπραντ Μπερντ δεν προεξοφλεί κι ότι μπορεί να διατηρήσει σε ανοδική πορεία το ρυθμό μιας ταινίας δράσης, πόσο μάλλον όταν αυτή έχει αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια: στα 133 λεπτά της, υπάρχουν ικανά μέρη όπου το ενδιαφέρον πέφτει και η «αποστολή» μοιάζει να χάνεται στο χρόνο.

Από την άλλη πλευρά, η στιλιστική γοητεία είναι εκεί, μαζί και αυτός ο ακαταμάχητος συνδυασμός παλιού και καινούριου: κάτι από το κοσμοπολίτικο του Τζέιμς Μποντ, τα gadgets-έκπληξη και μαζί η αγωνία ενός άλλου κατατρεγμένου Τζέισον Μπορν, οι χορογραφημένες, γεμάτες κομψότητα αλλά και ένταση σκηνές δράσης.

Εκεί είναι και μια θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ. Στους διαλόγους (κυρίως σε ό,τι περιλαμβάνει τον Σάιμον Πεγκ), αλλά και στις γκάφες, σε μια ομάδα που έχει τα πάντα να λειτουργούν εναντίον της και όπου την κάθε στιγμή, η πιο εμπνευσμένη ιδέα μάλλον είναι καταδικασμένη να αποτύχει επειδή κάτι δε θα λειτουργήσει καλά.

Η σύλληψη σε μια τόσο high-tech ταινία, μιας ομάδας αμήχανων και αδέξιων ηρώων που προσπαθεί να σώσει μόνη της τον κόσμο έχει κάτι το οικείο και συμπαθητικό. Ο Τομ Κρουζ ξανακερδίζει σιγά-σιγά λάμψη (όπως και τα μαλλιά του, χωρίς μία γκρίζα απόχρωση!) και κατά στιγμές, αβοήθητος αλλά επίμονος, φέρνει στο μυαλό ακόμα και τον Τζέρι Μαγκουάιρ. Ο Σάιμον Πεγκ κλέβει την παράσταση αναλαμβάνοντας το comic relief. Ο Τζέρεμι Ρένερ είναι αναμβισβήτητα ο πιο σέξι ήρωας και καθόλου δε θα στενοχωριόμαστε αν το MI:5 τον έβρισκε πρωταγωνιστή! Οσο για την Πόλα Πάτον, με φονικό συνδυασμό γήινου αισθησιασμού και «αντρικού» τσαγανού, μένει αξέχαστη, ειδικά για τις μπουνιές που ρίχνει στη Λέα Σεντού.

Επιπλέον, δύο συγκεκριμένες σκηνές της ταινίας είναι ίσως και από τις εντυπωσιακότερες ολόκληρης της σειράς. Η σώμα με σώμα μάχη του Τομ Κρουζ με τον Μίκαελ Νίκβιστ σ’ ένα πολυόροφο κυκλικό πάρκινγκ με μετακινούμενες πλατφόρμες δίνει την αίσθηση ότι παίζεις ηλεκτρονικό παιχνίδι χωρίς να μπορείς να πάρεις ανάσα. Κι ολόκληρη η σεκάνς της ανάβασης του Τομ Κρουζ, εξωτερικά, στους ορόφους του Μπουρτζ Καλίφα, που ολοκληρώνεται με την παράλληλη «διαπραγμάτεση», σε δυο διαφορετικά πατώματα του ξενοδοχείου, δυο διαφορετικών σετ ανθρώπων που προσομοιάζουν ότι είναι ένα, παραπέμπει στο σινεμά του Μπράιαν Ντε Πάλμα, που ήταν άλλωστε και ο σκηνοθέτης του πρώτου «Mission: Impossible».

Αρα, ναι, θα μπορούσε να είναι μικρότερο, πιο σφιχτό, πιο εμπνευσμένο στην πλοκή του, αλλά το πολυαναμενόμενο MI:4 δε θ’ απογοητεύσει το πιστό κοινό του, που θ’ απολαύσει τις έντονες στιγμές και θα συγχωρήσει τις υπόλοιπες. Κι αν τελειώσατε να διαβάζετε, αυτό το κείμενο θα αυτοκαταστραφεί!