Οι Τέιλορ και Ζαβάλα είναι δύο αστυνομικοί, δύο σύντροφοι στον καθημερινό πόλεμο των δρόμων, στην επικίνδυνη καθημερινότητα του γκέτο του Νότιου Λος Αντζελες. Καρτέλ ναρκωτικών, συμμορίες, σωματεμπορεία, λαθρομετανάστες, βασανισμοί, παιδική εγκληματικότητα, σίριαλ κίλερς - ένα νοσηρό περιθώριο της λαμπερής μητροπολιτικής πραγματικότητας που κάποιος πρέπει να κρατάει σε νόμο και τάξη. Πόσο μπορούν δύο νέα παιδιά με τη βαριά μπλε στολή να διατηρήσουν τους εαυτούς τους, να αναπτύξουν μία σχέση αλληλεξάρτησης, φιλίας και εμπιστοσύνης, να επιστρέφουν στο τέλος της βάρδιάς τους άνθρωποι στα σπίτια τους; Τι συζητούν, τι όνειρα κάνουν, πόσο μένουν άφθαρτοι, ποιους θεωρούν οικογένειά τους; Μπείτε το πίσω μέρος του περιπολικού τους και διαπιστώστε το από πρώτο χέρι...

Ο σεναριογράφος του «Ημέρα Εκπαίδευσης», Ντέιβιντ Αγιερ, αυτό κάνει: μας τοποθετεί κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή της δράσης. Οχι όμως έτσι όπως το φαντάζεστε. Οχι με τον τρόπο που συνήθως το Χόλιγουντ σε προσγειώνει με καταιγιστική κινηματογράφηση και ξέπνοο μοντάζ στο επίκεντρο ενός ψεύτικου digital «action». Εδώ το στοίχημα είναι η αμεσότητα, η κατάργηση των αποστάσεων, η χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο αλήθεια του κινδύνου, η σοκαριστική θέα του εγκλήματος όταν είσαι στο τιμόνι της ευθύνης κι όχι στον καναπέ σου με ποπ κορν και γνώμη για τα πάντα.

Χρησιμοποιώντας το εύρημα ότι ο Τέιλορ κινηματογραφεί τις περιπολίες τους με μικροκάμερες μεγάλης ευκρίνειας που φοράει στο πέτο, ως υλικό για την εργασία του στο πανεπιστήμιο, ο Αγιερ έχει στρώσει τη φόρμα με την οποία πρώτον θα μεταφέρει εμάς στη δράση κι όχι το ανάποδο, ενώ ταυτόχρονα θα χτίζει την ψυχολογική ένταση του έκτακτου περιστατικού που δημιουργεί η κουνημένη εικόνα. Ο σκηνοθέτης όμως έχει ένα επιπλέον στόχο: πέρα από το αστυνομικό θρίλερ, καταλαβαίνεις ότι πασχίζει να αποτυπώσει στην οθόνη καθαρόαιμη, αληθινή, no-Hollywood-bullshit ανδρική συντροφικότητα και φιλία. Η κρυφή κάμερα δεν είναι για να πιάνει μόνο τους ηρωισμούς (η διάσωση από ένα φλεγόμενο σπίτι τριών μικρών παιδιών είναι σοκαριστικά αποτυπωμένη), όσο και την μπουφόνικη αφέλεια, την αλαζονεία, τη σαχλαμάρα των ανδρικών συζητήσεων που προκύπτουν σε μία 8ωρη βάρδια.

Το μεγάλο όπλο του Αγιερ όμως δεν είναι ούτε τόσο το σενάριό του, ούτε τα σκηνοθετικά του κόλπα. Είναι οι ηθοποιοί του. Ο Τζέικ Τζίλενχαλ ξυρίζει το κεφάλι και μαζί το αστικό του προφίλ για να μεταμορφωθεί σ' ένα απλοϊκό λευκό αγόρι με παλιομοδίτικες αντιλήψεις και περιορισμένα όνειρα - ίσως την επιτομή της μητέρας Αμερικής. Από την άλλη πλευρά, ο Μάικλ Πένια είναι άριστος ως ο οικογενειάρχης λατίνος, που μοιάζει να αποφοίτησε χθες από το γυμνάσιο αλλά σήμερα βρέθηκε ήδη με γυναίκα, παιδί και πιστόλι στο χέρι. Η μεταξύ τους χημεία, η δουλειά που έκαναν οι δύο ηθοποιοί στις μικρολεπτομέρειες της συμπεριφοράς τους, τη φυσικότητα της επικοινωνίας τους, το αβίαστο χιούμορ τους είναι το υλικό που μας δένει με την ιστορία τους και προκαλεί αμέριστη συμπάθεια.

Ισως το αμέριστη να είναι μεγάλη κουβέντα. Παρακολουθώντας την ταινία, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν το σενάριο να το υπογράφει ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε την «Ημέρα Εκπαίδευσης» και σκιαγράφησε αριστοτεχνικά τον βρώμικο μπάτσο του Ντένζελ Ουάσινγκτον. Στην «Περιπολία» η αστυνομική διαφθορά είναι ανύπαρκτη, ή υπάρχει ένας υπαινιγμός ότι μπορεί κρύβεται σε ανώτερα κλιμάκια, μακριά από τα καθαρά χέρια των ονειροπόλων νέων μαχητών των δρόμων. Ο Αγιερ χάνει εντελώς την ισορροπία του γκρίζου - οι ήρωές του έχουν μία αγιογραφημένη αθωότητα, ξεκάθαρη αποστολή να μάχονται το κακό (το οποίο είναι τόσο εφιαλτικά κακό που εκβιάζει τη συγκατέθεσή σου στην μαυρόασπρη αστυνομική ηθική), απίστευτη αδελφική σχέση, απονήρευτη σκέψη, καθαρό κούτελο. Μπορεί πραγματικά ο σκηνοθέτης να πιστεύει ότι η καλοπροαίρετη διάθεσή του να καταγράψει την ανδρική φιλία, σε μία δουλειά που απαιτεί πράξεις κι όχι λόγια, τον απαλλάσσει από την βίαιη πραγματικότητα μίας από τις σκληρότερες αστυνομικές μονάδες του πλανήτη; (ποιος ξεχνάει τον Ρόντνεϊ Κινγκ; ) Ή, η δική του αντίληψη για «τσαλάκωμα» των ηρώων του είναι το σκατολογικό χιούμορ της ανδρικής ανοησίας;

Σύμφωνοι, η χωρίς γυάλισμα προσέγγιση της πραγματικότητας αξίζει τον έπαινό μας και κινεί την κάμερα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πώς το ξεχνάς αυτό τον ίδιο κανόνα όμως όταν αφήνεις το φακό και πιάνεις την πυξίδα του μηνύματός σου; Η εικόνα σου με κόκκο, αλλά η ηθική της ταινίας αψεγάδιαστη; Οι μεξικανοί συμμορίτες, απροκάλυπτα και σχηματικά αηδείς, αδίστακτοι εγκληματίες, οι μαύροι γονείς-πρεζόνια των γκέτο σαδιστικά ψυχάκηδες απέναντι στα παιδιά τους, και τα παλικάρια της περιπολίας άμεμπτοι σερίφηδες μίας νοσταλγικής άγριας δύσης που αρνείσαι να αποχωριστείς;

Οσο αφελές και στρατευμένο θα ήταν να επιθυμούμε πάντα να βλέπουμε τον αστυνομικό ως μπάτσο, τόσο απαράδεκτο και εξωφρενικά ανεπίκαιρο είναι ένα προβλέψιμο, μελό τέλος αυτοθυσίας, φορσέ συγκίνησης και ανεπίτρεπτης πατριωτικής αφέλειας.