Το 1938, ο Γουόλτερ Νεφ, ένας έμπειρος ασφαλιστής συναντά την Φίλις Ντίτριχσον, σύζυγο ενός από τους πελάτες του με την οποία συνάπτει ερωτική σχέση. Η Φίλις του προτείνει να τη βοηθησει να σκοτώσει το σύζυγό της, κάνοντας το φόνο να φανεί ως ατύχημα προκειμένου να ξεγελάσουν τις αρχές και την ασφαλιστική εταιρία, ώστε να λάβει την αποζημίωση που της αναλογεί από την ασφάλεια ζωής του συζύγου της. Ο Γουόλτερ σκαρφίζεται ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα πρόκειται να λάβει διπλή αποζημίωση, με βάση μια δικλείδα του συμβολαίου του συζύγου της. Οταν ο κύριος Ντίτριχσον βρίσκεται νεκρός στις ράγες του τρένου, η αστυνομία δέχεται ότι ο φόνος προκλήθηκε από ατύχημα, αλλά ο Μπάρτον Κις, φίλος και συνεργάτης του Νεφ στην ασφαλιστική εταιρία έχει άλλη άποψη, καθώς υποπτεύεται ότι η Φίλις σκότωσε το σύζυγό της με τη βοήθεια ενός άλλου άνδρα.

Αν το «Double Indemnity» είναι κάτι περισσότερο από οποιαδήποτε ανάλυση μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε πάνω στη φόρμα, τη θέση του στην ιστορία των film noir και τη σημασία του για το ηχηρό του φεμινιστικό του μήνυμα, είναι ότι πρόκειται για μια από τις πιο απολαυστικές, χορταστικές και σοφιστικέ ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.

Τα εύσημα ανήκουν εξ ολοκλήρου στον Μπίλι Γουάιλντερ, ένα σκηνοθέτη φτιαγμένο από αυτό το σπάνιο είδος δημιουργών (όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Χάουαρντ Χοκς) που ελίσσονταν μέσα στα κινηματογραφικά είδη πετυχαίνοντας να τα ορίσουν ξανά και ξανά από την αρχή, χωρίς να χάνουν ίχνος από την προσωπική τους σφραγίδα.

Στο «Double Indemnity», το για πολλούς πρώτο film noir της ιστορίας του σινεμά με τα χαρακτηριστικά που το ανα-γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα, ο Γουάιλντερ κάνει τα απίθανα πιθανά.

Προδίδει το φινάλε του φιλμ ήδη από την πρώτη σκηνή και με ένα μυθικό «voice-over» επιστρέφει στο χρόνο για να χτίσει το σασπένς πάνω στα προφανή και τα κλισέ, έτσι όπως αυτά αναδεικνύουν το μοιραίο και το αναπάντεχο πίσω από τις σκιές που βαραίνουν πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.

Με οδηγό το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν (με ακριβή μετάφραση του τίτλου «Διπλή Αποζήμίωση») και το σενάριο που υπογράφει μαζί του ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Μπίλι Γουάιλντερ κινηματογραφεί μια μυστηριώδη ανταλλαγή υποσχέσεων ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που μοιράζονται μια ανεξέλεγχτη έλξη, φτιάχνοντας στην πραγματικότητα μια σπουδή πάνω στην απάτη, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την ενοχή ενός αθώου και εκείνη την τραγική στιγμή όπου οι άνθρωποι γίνονται τα πιόνια ενός παιχνιδιού που ξεκινάει από το ανώφελο μιας συνηθισμένης καθημερινότητας για να καταλήξει σε μια ασυνήθιστη αλλά προδιαγεγραμμένη τραγωδία.

Η μελαγχολία και ο πεσιμισμός του «Double Indemnity» βρίσκονται διάχυτα παντού: στη διαδρομή ενός άντρα που θα ενδώσει άνευ όρων στην ερωτική επιθυμία, στο σχέδιο μιας γυναίκας που θέλει οπωσδήποτε να αποδράσει από την ανιαρή ζωή ενός γάμου που την κρατάει δέσμια, στη σκοτεινή αντανάκλαση μιας χώρας που χάνει και τα τελευταία ψήγματα ηθικής, στο όνειρο που μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο όταν καμφθούν και οι ελάχιστες αναστολές μπροστά στο... έγκλημα.

Με έναν πρωτόγνωρο για την εποχή ρεαλισμό που, αντίθετα από αυτό που θα πίστευε κανείς, ενδυναμώνεται από την παράδοση του γερμανικού εξπρεσιονισμού (έτσι όπως έξι χρόνια αργότερα θα επαναλάμβανε ο Γουάιλντερ στο «Sunset Boulevard») και τις pulp αποχρώσεις μιας καθαρόαιμης αστυνομικής ιστορίας, ο Μπίλι Γουάιλντερ βρίσκει χαραμάδες μέσα στους αέναους κύκλους και τα συνεχώς «διπλά» ερωτήματα που ορίζουν την πλοκή, για να καθιερώσει έτσι απλά, εν έτει 1944, το είδος του film noir πολύ πριν αυτό ονομαστεί έτσι και πολύ πριν η Αμερική νιώσει έτοιμη να δει με ανοιχτά μάτια την παρακμή της.

Μέσα σε ένα απολαυστικό roller coaster συναισθηματικού σασπένς που θα οδηγήσει στο φινάλε όπως το γνωρίζουμε ήδη από την αρχή, ο πιο υπέροχος από ποτέ Φρεντ ΜακΜάρεϊ γίνεται ο αρχετυπικός ήρωας ενός σχεδίου που θα υπηρετήσει, ανήμπορος πλέον να το σταματήσει ακόμη κι όταν είναι πολύ αργά και η Μπάρμπαρα Στάνγουικ δίνει σάρκα και οστά σε έναν από τους σπουδαιότερους γυναικείους ρόλους που γράφτηκαν ποτέ στην ιστορία του σινεμά.

Η Φίλις, που η Στάνγουικ ενσαρκώνει με την αδέκαστη κι όμως ηθική μιας femme fatale (της σπουδαιότερης ίσως στο μεγάλο βιβλίο των film noir) και την ίδια στιγμή με την εύθραυστη μεγαλοπρέπεια μιας γυναίκας έτοιμης να χάσει τα πάντα, έχοντας μάθει μόνο να κερδίζει, είναι η αρχή, το τέλος και η πεμπτουσία μιας ταινίας που δονείται σε κάθε εμφανισή της, που ανεβάζει στροφές σε κάθε σατανικό της σχέδιο, που μελαγχολεί σε κάθε κεκαλυμμένη της απογοήτευση, που ακόμη και σήμερα, ανέγγιχτη από το χρόνο επτά δεκαετίες μετά, δανείζεται από την κομψότητα, τη χάρη και την ωμή της σεξουαλικότητα για να ανακαλύψει όλα όσα κρύβονται πίσω από τις σκιές, φωτίζοντας κρυστάλλινα, διάφανα και κινηματογραφικά ακαταμάχητα το απόλυτο σκοτάδι.