Βρισκόμαστε στον αμερικανικό νότο, δύο χρόνια πριν το ξέσπασμα του Εμφυλίου. Ο Δρ. Κινγκ Σουλτς, ένας γερμανικής καταγωγής κυνηγός επικηρυγμένων, αγοράζει τον σκλάβο Τζάνγκο και του προτείνει μία συμφωνία: δεν γνωρίζει πώς μοιάζουν οι αδελφοί Μπριτλ, πάλαι ποτέ επιστάτες στη φυτεία που μεγάλωσε ο Τζάνγκο, κι αν εκείνος τον βοηθήσει να τους βρουν, θα έχει μέρος της αμοιβής. Την ελευθερία του, του τη χαρίζει ήδη. Ο Γερμανός εκτελεστής δεν πιστεύει στην σκλαβιά. Ο Τζάνγκο δέχεται, αλλά ζητά και κάτι ακόμα: τη βοήθεια του Σουλτς για να απελευθερώσουν την γυναίκα του Μπρουμχίλντα, η οποία έχει πουληθεί σκλάβα στον διαβόητα απάνθρωπο ιδιοκτήτη της «Candyland», μίας φυτείας-κόλασης για τους νέγρους δούλους. Ο Τζάνγκο θα είναι ο πρώτος μαύρος που θα μπει στην «Candyland» ιππεύοντας δίπλα στον λευκό φίλο και σύντροφό του. Η αιματοβαμμένη αναμέτρηση που θα ακολουθήσει θα τον μετατρέψει στον απόλυτο Τιμωρό – μυθικό σύμβολο της μαύρης εξέγερσης.

Πειραματισμός πάνω σ' ένα ακόμα αγαπημένο του cult κινηματογραφικό είδος, αυτό του σπαγγέτι γουέστερν; Σίγουρα. Φόρος τιμής στους δύο Σέρτζιο, Λεόνε και Κορμπούτσι (σκηνοθέτη του αυθεντικού «Django»); Απόλυτα. Καυστικό σχόλιο για τα θεμέλια της αμερικανικής ιστορίας, ενός Ολοκαυτώματος που δεν συζητούν πια ποτέ; Αναμφισβήτητα. Καθαρόαιμη ταραντινική ταινία εκδίκησης και μαύρου, κατάμαυρου, χιούμορ και σάουντρακ; Fucking yeah!

O Ταραντίνο κάθεται στην καυτή σκηνοθετική σέλα παίζοντας με τα όπλα που του προσφέρει η φόρμα του γουέστερν: ανοίγει το φακό σε σινεμασκόπ τοπία (όπως η επίθεση της Κου Κλουξ Κλαν από βουνοκορφή), τον κλείνει σε φετίχ κοντινά (στόχαστρο, βλέμματα, καπνισμένες κάννες), ντύνει τη δράση με επικές μουσικές (ο ίδιος ο Μορικόνε του έγραψε ένα μουσικό θέμα), και πάνω από όλα δημιουργεί ήρωες που φτύνουν τις ατάκες τους, γρηγορότερα κι από τον καπνό τους.

Η ταινία βέβαια δεν είναι καθαρόαιμο γουέστερν. Εξ' ορισμού. Δεν διαδραματίζεται στο άγριο γουέστ, αλλά στις βαμβακοφυτείες του σάουθ (ο ίδιος σε συνεντεύξεις χαριτολογώντας το χαρακτιρίζει «σάουθερν») κάνει χρονολογικά άλματα στο χωροχρόνο και, αφήνοντας εκτός κάδρου τους γηγενείς Ινδιάνους, ασχολείται με μία άλλη βαθειά ιστορική πληγή: τα 3.5 εκατομμύρια σκλάβων, στο αίμα των οποίων χτίστηκε η Γη της Επαγγελίας.

Αν όμως κοιτάξει κανείς προσεχτικότερα θα βρει όλα τα συστατικά που συνθέτουν την καρδιά του γουέστερν: την καταπίεση του συστήματος, την ευτέλεια της ανθρώπινης ζωής, την αγριότητα της ανομίας που οπλίζει το χέρι του ήρωα στην εκδίκηση/αυτοδικία. Το μεγαλείο και την ευγένεια της ανδρικής φιλίας σε εποχές που η πίστη σφραγιζόταν με φωτιά και αίμα. Το «μόνος καβαλάρης εναντίον όλων» κρεσέντο του φινάλε.

Ο Ταραντίνο καταπιάστηκε με τη θηριωδία των Ναζί στο «Inglourious Basterds» αναγάγοντας σε ήρωες (με βρώμικα χέρια) μία αμερικανική διμοιρία τιμωρών. Τώρα, στο ηθικό αντίβαρο των πραγμάτων, κοιτά κατάματα το ιστορικό παρελθόν της «γκλόρι γκλόρι αλελούια» πατρίδας του και, χωρίς οίκτο, τη ραπίζει δημοσίως: ο Αμερικανός υπήρξε νεόπλουτος, ανίδεος, υπερόπτης, σαδιστής. Ο ήρωας που θα δώσει ελευθερία, όπλο και όραμα στον σκλάβο είναι Γερμανός, πολιτισμένος και κύριος της χειραψίας του.

Ολα αυτά απλά αποδεικνύουν ότι το 50χρονο πλέον enfant terrible δεν ρίχνει άσφαιρα στον στιλιστικό του άερα. Εχει κρίση, στόχο, ιδέες – ένα υπέροχο σενάριο (πρόσφατα βραβευμένο με Χρυσή Σφαίρα) που κυκλώνει το θέμα του και δυναμιτίζει συζητήσεις: η βία της ιστορικής αλήθειας παραμένει κάτω από το χαλάκι, αλλά η στιλιστική, καρτουνίστικη βία της κινηματογραφικής εξιλέωσης μπαίνει στο στόχαστρο; Ντροπή (με το ντ να ακούγεται ηχηρά).

Δεν είναι όμως αυτοί οι λόγοι που βγαίνεις από την αίθουσα μ' ένα χαμόγελο χαραγμένο με πυρωμένο σίδερο στο πρόσωπο. Το σινεμά είναι τέχνη, που άλλες φορές μας χάνει σε υπέροχα φιλοσοφικά και εικαστικά μονοπάτια, κι άλλες, πιάνει το μεδούλι της καθαρόαιμης απόλαυσης και το σερβίρει άρτια, ισορροπημένα, απενοχοποιημένα. Ο Ταραντίνο είναι σαν τα παιδιά που χρωματίζουν εκτός σελίδας, πιάνουν το τραπέζι, συνεχίζουν στον τοίχο και σ' όλη τη διάρκεια του εικαστικού τους πυρετού γελάνε με την καρδιά τους. Μπορεί να μην το κάνουν σωστά, μπορεί κάποιος άλλος να το κάνει καλύτερα, αλλά το πάθος τους σε παρασύρει σε μία θριαμβευτική ευφορία.

Μπορεί κανείς να τον φανταστεί να δουλεύει το homage των σπαγγέτι κάδρων του, με αγάπη, συνέπεια και εμμονή στην σινεφίλ λεπτομέρεια. Ή να γράφει το σενάριο, και στις ατάκες με το σήμα-καταθέν χιούμορ του, να διασκεδάζει, πρώτα από όλους, ο ίδιος.

Κανείς δε χτίζει χαρακτήρες στο σύγχρονο cult σινεμά όπως ο Ταραντίνο. Ηρωες που ξεκινούν ως ξεκάθαρα σχήματα και παίρνουν φωτιά, σε αιφνιδιάζουν, ερωτεύεσαι τους διαλόγους τους, συνοδεύουν για χρόνια την ποπ κουλτούρα και την καθημερινότητά σου.

Με τον, κάτοχο Χρυσής Σφαίρας, Κριστόφ Βαλτς να κλέβει δικαιωματικά την παράσταση με ένα ντελίριο ευφυούς σαρκασμού, τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο να ακροβατεί με επιτυχία το τεντωμένο σχοινί της καρικατούρας, τον Σάμιουελ Τζάκσον να ξυπνά την σκοτεινή πλευρά του ταλέντου του και τον Τζέιμι Φοξ να σέρνει περήφανα τα νέγρικά του κότσια, ο Ταραντίντο γράφει ιστορία.

Και σου έχει χαρίσει 165 λεπτά χαράς. Σε εποχές που όλα γύρω σου στην στερούν, ο «Django: O Τιμωρός» είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται.

Περισσότερο «Django Unchained»: