Ο Θίοντορ είναι ένας ιδιόμορφος, τρυφερός άντρας που ζει στο Λος Αντζελες, στο κοντινό μέλλον και βγάζει τα προς το ζην γράφοντας συγκινητικές, προσωπικές επιστολές για άλλους ανθρώπους. Πληγωμένος από το τέλος μιας μακρόχρονης σχέσης, ενθουσιάζεται από ένα νέο, εξελιγμένο λειτουργικό σύστημα, το οποίο υπόσχεται να είναι μια διαισθητική και μοναδική οντότητα. Με την εγκατάστασή του, απολαμβάνει τη γνωριμία του με τη «Σαμάνθα», μια έξυπνη γυναικεία φωνή, η οποία διαθέτει ενόραση, ευαισθησία και απρόσμενο χιούμορ. Καθώς οι ανάγκες της και οι επιθυμίες της μεγαλώνουν, παράλληλα με τις δικές του, η φιλία τους βαθαίνει σε έναν παράδοξο αλλά αναπόφευκτο έρωτα.

Ολες οι ταινίες της φιλμογραφίας του Σπάικ Τζόουνς βασίζονται σε μια σύμβαση προκειμένου να μιλήσουν για κάτι που εύκολα θα μπορούσες να περιγράψεις ως μια υπαρξιακή αγωνία.

Ο μισός όροφος στο μυαλό ενός διάσημου ηθοποιού, μοναδικός δρόμος για την αναζήτηση του νοήματος της ζωής (στο «Being John Malcovich»), η παράλληλη δράση των ηρώων ενός βιβλίου με τη ζωή του συγγραφέα τους, έξοδος κινδύνου στο αδιέξοδο της δημιουργίας (στο «Adaptation»), μια χώρα με μυθικά πλάσματα κάτοικοι του εφιάλτη της ενηλικίωσης (στο «Where the Wild Things Are»).

Το «Her» δεν διαφέρει ως προς αυτό, ακόμη κι αν μοιάζει να είναι η πιο mainstream ταινία του Τζόουνς – όσο mainstream, δηλαδή, μπορεί να είναι δύο ώρες κινηματογραφικού χρόνου όπου ένας άντρας συνομιλεί και ερωτεύεται με ένα λειτουργικό σύστημα.

Εδώ η σύμβαση είναι ακριβώς αυτή η επικοινωνία του μοναχικού Θίοντορ με την ψηφιακή φωνή της Σαμάνθα σε μια ταινία που, προσοχή, δεν μιλάει παρά μόνο επιφανειακά για την εποχή των apps για τα πάντα ή την αποξένωση σε έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο. Οπως άλλωστε, δεν προσπαθεί ούτε λεπτό να σε πείσει πως ό,τι βλέπεις θα μπορούσε να έχει συμβεί στην πραγματικότητα (αυτό για όσους θα αναζητήσουν αληθοφανείς εξηγήσεις στη συμπεριφορά της Σαμάνθα ή στη διαδοχή των γεγονότων που θα ορίσουν τη σχέση της με τον Θίοντορ).

Είναι προφανές πως η πραγματική ιδέα στο μυαλό του Σπάικ Τζόουνς πίσω από την κεντρική ιδέα ενός άνδρα που «τα φτιάχνει» με την φωνή μιας γυναίκας ήταν να κάνει μια ταινία για έναν άνδρα που μιλάει – φωναχτά - ουσιαστικά με τον εαυτό του, προσπαθώντας να ξεπεράσει ένα χωρισμό για τον οποίο υπήρξε περίπου αποκλειστικά υπεύθυνος.

Το «Her» θα μπορούσε να είναι ένας θεατρικός μονόλογος, οι σελίδες ενός ημερολογίου που ακολουθούν ένα χωρισμό, ένα πολυσέλιδο γράμμα με αποστολέα έναν άντρα και παραλήπτες όλους όσους ένιωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους μόνοι, χαμένοι ανάμεσα στην μοναξιά τους και την ανάλυση της μοναξιάς τους, ανάμεσα σε αυτό που ένιωσαν ότι έχασαν για πάντα και αυτό που δεν είναι ικανοί να βρουν ποτέ.

Η βαθιά ρομαντική ψυχή της πιο προσωπικής ταινίας του Σπάικ Τζόουνς (και μιας από τις πιο προσωπικές ιστορίες που αφηγήθηκε ποτέ σκηνοθέτης που έφτασε μέχρι τα Οσκαρ), βρίσκεται όμως στον συναρπαστικά ανεπιτήδευτο τρόπο που αυτός ο μονόλογος/το ημερολόγιο/η επιστολή γίνεται σινεμά και μια ταινία που εκ των πραγμάτων βασίζεται σε μια σύμβαση – πέστο και κατασκευή - γίνεται τελικά ένα συγκινητικό οπτικοακουστικό ποίημα γραμμένο σαν εδώ και αιώνες.

Οποιον χαρακτηρισμό και να δώσεις στο «Her» - αυτιστικό, χίπστερ, πλαστικό, ποπ, βαρετό – ακυρώνεται ταυτόχρονα από την ικανότητα του Τζόουνς να αφηγείται κάτι που είναι τόσο μεγαλειώδες και την ίδια στιγμή γελοίο, σε μια ισορροπία που θα μπορούσε να δώσει στην ταινία του το χαρακτηρισμό μιας κωμωδίας – με την τραγικότητα που φέρει ο όρος όταν μιλάει κανείς για κάτι τόσο αρχετυπικό όσο το να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου πριν δοκιμάσεις να ερωτευτείς οποιονδήποτε άλλο.

Στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του και μακριά από τα σουρεαλιστικά κρεσέντα του Τσάρλι Κάουφμαν, ο Τζόουνς βρίσκει στο «Her» την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο weird και το trivial, ανάμεσα στο παιδί που είναι και στα παραμύθια που θέλει να αφηγείται, ανάμεσα στο ανεξάρτητο αμερικάνικο και το φλερτ του με το ευρωπαϊκό σινεμά, ανάμεσα σε μια ταινία ιδέας και έναν κόσμο φτιαγμένο μόνο από απτά συναισθήματα.

Είναι στιγμές που θα πιάσεις τον εαυτό σου να βουλιάζει μέσα στην απύθμενη μοναξιά του Θίοντορ, να συγκινείται βαθιά από μια ερωτική ιστορία που ξεκινά από το μύθο του Πυγμαλίωνα για να αγγίξει μέχρι τη «Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας» του Φρανσουά Τριφό (πόσο κοντά άραγε βρίσκονται το «Και μαζί σου και χωρίς εσένα» της Φανί Αρντάν με το «Είμαι δική σου και δεν είμαι» της Σαμάνθα προς τον Θίοντορ;) και την πιο ανομολόγητη φαντασίωση, να θυμάται όλες τις φορές που δεν βρήκες τα κατάλληλα λόγια να για πεις σε κάποιον «σ’αγαπώ» και όλες τις υπόλοιπες που φοβήθηκες να πεις σε κάποιον «δεν σ’ αγαπώ πια».

Υπάρχουν και στιγμές που το «Her» είναι τόσο απλοϊκό χωρίς να το έχει ανάγκη και άλλες που νιώθεις ότι προσπαθεί με αγωνία να πει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται, παγιδευμένο μέσα στον βερμπαλισμό ενός σεναρίου που μιλάει συχνά χωρίς να έχει απόλυτη σημασία τι λέει.

Μόνο που δεν έχει σημασία, γιατί, αντίθετα με τον όποιο ορισμό του «μοντέρνου» με τον οποίο θα ήθελε να τον ταυτίζει η βιομηχανία (προκειμένου να πείσει για τον εκσυγρονισμό της), ο Τζόουνς κάνει με το «Her» μια ταινία σχεδόν κλασική, φτιαγμένη με απαράμιλλο εικαστικό στιλ, συγκλονιστικές ερμηνείες (τόσο από τον υπέροχο – σαν να κουβαλάει την ερημιά όλου του κόσμου – Χοακίν Φίνιξ όσο και από την υποκριτική βαρύτητα της φωνής της Σκάρλετ Τζοχάνσον) και τουλάχιστον δύο σκηνές ανθολογίας (τη σκηνή της πρώτης σεξουαλικής επαφής ανάμεσα στον Θίοντορ και τη Σαμάνθα και τη σκηνή που τραγουδάνε μαζί το «The Moon Song»).

Σε μια ταινία που είναι τόσο αληθινή που σχεδόν πονάει και κάθε φορά που σε κάνει να χαμογελάς σου φέρνει και μερικά δάκρυα στα μάτια. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν νιώθεις κάτι πολύ δυνατό, αλλά δεν είσαι καθόλου έτοιμος να το αντιμετωπίσεις. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν χρειάζεσαι μια σύμβαση για να ανακαλύψεις where the wild things (of life) are...


Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «Δικός της»: