Ηταν η διασημότερη γυναίκα στον κόσμο. Ο θάνατός της προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. 16 χρόνια μετά το άδοξο τέλος της Νταϊάνα, Πριγκίπισσας της Ουαλίας, η ταινία προσπαθεί να αποτυπώσει τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής της γυναίκας που έμεινε γνωστή ως η πριγκίπισσα του λαού, διερευνώντας την αλήθεια και την προσωπική ζωή, πίσω από τα φλας της δημοσιότητας.

Ισως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο μετά το θάνατο ενός διάσημου, από την ατίμωση και δυστυχώς η ταινία του Ολιβέρ Χισρμιγκέλ, ακόμη κι αν δεν είναι τόσο αληθινά κακή για να την χαρακτηρίσεις ατιμωτική, σίγουρα δεν κάνει τίποτα καλό για την φήμη και την ιστορία της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Το χειρότερο δε, είναι ότι δεν προσπαθεί καν να είναι μια καυστική βιογραφία, ούτε θέλει να «ρίξει φως» στις άσχημες πλευρές τις ιστορίας της.

Η φιλοδοξία του φιλμ δεν μοιάζει να είναι άλλη από το να κοιτάξει την πριγκίπισσα σαν έναν «αληθινό άνθρωπο», να την δείξει κάτω από ένα συμπαθητικό φως που θα την κάνει να μοιάζει με «έναν από εμάς». Δυστυχώς αυτό που καταλήγει να περιγράφει, μοιάζει με μια χάρτινη φαντασίωση βγαλμένη από τα επιφανειακά προφίλ περιοδικών κομμωτηρίου και ρομάντζων του περιπτέρου, μια ανούσια, κενή σαχλαμάρα που δεν έχει μέσα της ίχνος ψυχής και πάθους.

Ο τρόπος που κοιτάζει την προσωπική ζωή της, τον ερωτά της για τον Πακιστανό καρδιοχειρουργό Χαζνάτ Κάν (ο Ντόντι Αλ Φαγιέντ, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στην ζωή της μαθαίνουμε), την άβολη θέση της με το παλάτι, την σχέση της με την δημοσιότητα, δεν μπορεί να περιγράφει ως τίποτα περισσότερο από φτηνή σαπουνόπερα, μια σχηματική, άνευρη παράθεση κλισέ και όμορφων πλάνων.

Ακόμη και η Ναόμι Γουότς, μια ηθοποιός που κατορθώνει να χτίζει χαρακτήρες και να παραδίδει ενδιαφέρουσες ερμηνείες ακόμη και μέσα σε ισχνές ταινίες, μοιάζει εδώ χαμένη σε έναν ρόλο που δείχνει ψεύτικος από την αρχή ως το τέλος και που μπερδεύει τον φτηνό συναισθηματισμό με την συγκίνηση και το βάθος. Κι αν υπάρχουν σκηνές όπου μπορείς να αναγνωρίσεις το ταλέντο και τις ικανότητές της, στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αφήνεται αβοήθητη ανάμεσα σε κλισέ και ευκολίες σε σκηνές που μοιάζουν απόλυτα ψεύτικες και φτηνές και χαμένη απέναντι στον Ναβίν Αντριους που υποδύεται τον εραστή της με εντελώς λάθος σχεδόν αστείο τρόπο.

Μόνο που το φιλμ είναι τόσο σοβαροφανές που δεν σου επιτρέπει καν να γελάσεις, δεν κατορθώνει να φλερτάρει ούτε με την camp πλευρά του, παραμένοντας ξύλινο και βαρετό, ένα απόλυτα λάθος πορτρέτο μιας γυναίκας που όσο κι αν ήταν ατελής και προβληματική, αποκλείεται να υπήρξε τόσο κενή, σαχλή και αδιάφορη όσο το φιλμ την κάνει να δείχνει.