Ντιτρόιτ, 1967. Μέσα σε 5 μόνο μέρες, το «Καλοκαίρι της Αγάπης» ξεβράζει όλη το μίσος που σιγοέβραζε κάτω από την τακτοποιημένη αμερικανική επιφάνεια: 43 νεκροί, 1.200 τραυματίες, 7.000 συλλήψεις, 2.000 κατεστραμμένα από τις φωτιές και τους βανδαλισμούς κτίρια. Φορτισμένοι από δεκαετίες φυλετικών διακρίσεων, εξευτελισμού και καταπίεσης οι αφροαμερικανοί κατεβαίνουν οργισμένοι στους δρόμους σε μία εξέγερση που γράφει αιματηρή ιστορία. Στην 12η Οδό, ένας ελεύθερος σκοπευτής πυροβολεί και η αστυνομία μαζί με την Εθνοφυλακή του Στρατού του Μίσιγκαν εισβάλουν στο «Algiers Motel», κρατούν ομήρους δώδεκα επισκέπτες, τους «ανακρίνουν», τους βασανίζουν να ομολογήσουν, κι εκτελούν εν ψυχρώ 3 από αυτούς. Μπορεί να έχουν μεσολαβήσει 50 χρόνια, όμως όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, αλλά και στη δίκη που ακολούθησε, μοιάζουν δυστυχώς επίκαιρα, απαράλλακτα, ακλόνητα ριζωμένα στην κοινωνικοπολιτική παθολογία μίας χώρας που δεν έχει ποτέ γιατρέψει τις ρατσιστικές πληγές της.

Μετά το οσκαρικό «Hurt Locker» και το «Zero Dark Thirty», η Κάθριν Μπίγκελοου επιστρέφει για να ολοκληρώσει την άτυπη τριλογία της που τη θέλει να ξεφλουδίζει στρώματα υποκρισίας και να κοιτά κατάματα τα εγκλήματα που συμβαίνουν με τις ευλογίες των αμερικανικών θεσμών και κάτω από το παραπλανημένο βλέμμα των πολιτών που πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις τους εκδημοκρατίζουν τον πλανήτη: μάταιοι πόλεμοι στην άλλη άκρη της γης, ισοπέδωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη πρόφαση της τρομοκρατίας, εξόντωση λαών. Και στα χαρακώματα της ενδοχώρας, από το Φέργκιουσον μέχρι Σάρλοτσβιλ, να ξεπροβάλει συνεχώς η επιβολή της Λευκής Κυριαρχίας, με τις αφροαμερικανικές ζωές να αντιμετωπίζονται ακόμα με εξόφθαλμη ανισότητα από τη συλλογική συνείδηση, τους νόμους, τη δικαιοσύνη, και, σε μια θλιβερή καθημερινή επικαιρότητα, από την αστυνομία.

Η Μπίγκελοου έχει σωστό ένστικτο και απόλυτο δίκιο λοιπόν που θέλει να επιστρέψει σε εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το καλοκαίρι. Ομως οι καλές προθέσεις δεν οδηγούν και σε καλές ταινίες. Μπορεί το σινεμά της να έχει πάντα την ένταση ωρολογιακής βόμβας και τα σενάρια του μόνιμου συνεργάτη της Μαρκ Μπόουλ να θέλουν να πουν όσα οι άλλοι δεν τολμούν, όμως οι ισορροπίες ανάμεσα στην αποκαλυπτική εικόνα και τη συναισθηματική χειραγωγία είναι λεπτές και η θερμοκρασία μίας ταινίας που θέλει να προβληματίσει κι όχι να εκβιάσει με ευκολίες, οφείλει να κρατηθεί σε σωστά επίπεδα.

Η Μπίγκελοου ξεκινά με τους «Great Migration» πίνακες του 1941 του Τζέικομπ Λόρενς, που εξηγούν την αφροαμερικανική μετανάστευση από τα καπνοχώραφα στα μητροπολιτικά εργοστάσια και τα γκέτο και συνεχίζει με αρχειακό υλικό από τα 60ς, όπου οι μαύροι αντιμετωπίζονται από πολιτικούς, αστυνομικούς, μίντια και γείτονες με δύο τρόπους: ή είναι εγκληματίες, ή εκεί για να τους ψυχαγωγήσουν (μη ξεχνάμε ότι το Ντιτρόιτ ήταν κι ο παράδεισος της Motown).

Με ένα γεμάτο τέτοιο πρώτο εικοσάλεπτο, θορυβώδες και παλλόμενο, η Μπίγκελοου επιχειρεί να δείξει τις βαθιές ρίζες του μακελειού: πολύ πριν σηκωθούν τα όπλα, έχουν πέσει ριπές σοβαρότερες, ασυνείδητες. Ολοι μιλούν με «εσείς» κι «εμείς». Τα λευκά χείλη ξεστομίζουν συνεχώς το «αυτοί» - οι μαύροι είναι απέναντι, όχι δίπλα στις γειτονιές και τις συνειδήσεις τους. Οταν η κάμερα φεύγει από τους δρόμους και μπαίνει στο διάδρομο του ξενοδοχείου, πιστεύει ότι έχει ορίσει το πλαίσιο κατανόησης: αν είσαι αμόρφωτος, κομπλεξικός ρατσιστής με στολή, γκλοπ και όπλο, εύκολα το «αυτοί» μεταφράζεται σε «ζώα» και η αστυνομική έρευνα σε κυνηγετικό παιχνίδι. Αν είσαι κοινωνία που κοιτά τρομαγμένη κι από απόσταση ασφαλείας, βλέπεις τις καταστροφές των νοικοκυριών, κι όχι την πραγματική ενοχή, την εγκληματική ανισότητα της πολυμορφίας σου.

Μόνο που εκεί, στη δεύτερη πράξη, η Μπίγκελοου χάνει τα ηνία της ταινίας. Γυρίζει την «ανάκριση» των ομήρων/κρατουμένων σε real time, επιχειρώντας να μη δείξει, αλλά να μας κάνει να αισθανθούμε την αστυνομική βαρβαρότητα, την απόγνωση των θυμάτων, την ανομία στο πετσί μας. Υπάρχει όμως κάτι ειρωνικό στην επανάληψη της βίας και του φασιστικού λόγου στην φιξιόν κινηματογραφική κατασκευή: μετά από λίγο, χάνουν τη δύναμή τους. Σε είχαν εξοργίσει, σε είχαν σε κατάσταση σοκ, μετά σε μούδιασαν, σε έχασαν. Κάτι που στοχεύει να ανοίξει τον απαραίτητο κοινωνικό διάλογο για την προϊστορία του Alt-Right, εκνευρίζει με το διδακτισμό του. Κι όταν έρχεται η τρίτη πράξη, αυτή της δίκης, το υπογραμμισμένο μήνυμα φαντάζει μελό και σε βρίσκει απαθή - ενώ θα έπρεπε να σε κλωτσά στο στομάχι.

Και είναι κρίμα. Η Μπίγκελου λέει την αλήθεια. Με λάθος τρόπο.

Στα υπέρ: οι ερμηνείες. Ανατριχιαστική αυτή του Γουίλ Πόλτερ στο ρόλο του ρατσιστή αστυνομικού με το παιδικό πρόσωπο (το κάστινγκ του δίνει πραγματικά «πρόσωπο» σε μια ολόκληρη χώρα που ένα πρωί καλοκαιριού έβγαλε το κεφάλι της από την άμμο και είδε clean cut νεοναζί να κρατούν δάδες), εκρηκτική του πρωτοεμφανιζόμενου Αλτζι Σμιθ (που ήδη ακούγεται για Οσκαρ Β' ρόλου), αφοπλιστική αυτή του Tζον Μπογιέγκα, σ' ένα ώριμο πορτρέτο απόγνωσης, θλίψης. Επώδυνης, κατάφωρης, αέναης αδικίας. Ας μείνουμε στο πολλών κιλοβάτ βλέμμα του και τον εμετό του έξω από τα δικαστήρια: black lives matter.