Στην πόλη του Κόλινσπορτ στα παράλια του Μέιν, την οποία η οικογένειά του έχει ιδρύσει, ο Μπάρναμπας Κόλινς είναι ο απόλυτος άρχοντας. Μέχρι την στιγμή που θα τολμήσει να ερωτευτεί κάποια άλλη εκτός από τη μάγισσα Αντζελίκ Μπουσάρ, η οποία, αφού τον ταλαιπωρήσει με δεκάδες δοκιμασίες, θα τον μεταμορφώσει σε βρικόλακα και θα τον κλείσει σε ένα ατσάλινο φέροτρο. Για πάντα; οχι ακριβώς; Διακόσια χρόνια αργότερα ο Μπαρναμπας ελευθερώνεται και αφού συνειδητοποιήσει την χωροχρονική απόσταση από τη δική του πραγματικότητα θα αναζητήσει τους απογόνους του και θα τους βρει προβληματικούς και ξεπεσμένους. Θα βρει επίσης την Αντζελίκ ακόμη νεαρή και εξαιρετικά πετυχημένη και θα ζητήσει να πάρει (κυριολεκτικά) το αίμα του (και μερικών ακόμη) πίσω...

Μια ταινία με βρικόλακες από τον τιμ Μπάρτον; Θα λέγαμε ότι είχε καθυστερήσει υπερβολικά. Ετσι κι αλλιώς, μερικοί από τους πιο πετυχημένους ήρωες στην φιλμογραφία του είναι... νεκροί και ο Μπάρναμπας Κόλινς, έρχεται να αποτελέσει μια εξαιρετική προσθήκη στο πάνθεον τους.

Στα χέρια (αλλά και το πρόσωπο, τις κινήσεις, αλλά ναι, ειδικά στα... χέρια) του Τζόνι Ντεπ, ο απέθαντος πρόγονος των Κόλινς του 1972, είναι ένας απολαυστικός αναχρονισμός, ένα γοητευτικό κλείσιμο του ματιού στην βαμπιρική μυθολογία, αλλά κι ένας ιδανικός Μπαρτονικός χαρακτήρας.

Απόλυτα αταίριαστος στο εδώ και το τώρα, δεν παύει να είναι γοητευτικός -ακόμη κι όταν σκοτώνει- και αναμφίβολα πολύ πιο «ανθρώπινος» από τους περισσότερους ζωντανούς της ταινίας. Για μια ακόμη φορά, είναι σαφές που κλίνουν οι συμπάθειες του Μπάρτον, όμως το «Dark Shadows» παρά το γοτθικό κοστούμι του και την απόλυτη γνώση των κανόνων μιας ταινίας του είδους, δεν είναι το horror movie που ίσως περιμένατε αλλά μια μάλλον «λοξή» κωμωδία. Με μια νότα τραγωδίας στην καρδιά της, μα κωμωδία ούτως ή άλλως.

Εξυπνη, όσο χρειάζεται, σκοτεινή, πιστή στις σταθερές που ορίζουν το σύμπαν του Μπάρτον, αλλά και απόλυτα συντονισμένη στις camp καταβολές της goth σαπουνόπερας των '60s που ανέλαβε να εκσυχρονίσει, το φιλμ είναι δίχως αμφιβολία ένα παράδοξο μείγμα ειδών και τόνων, που όμως στο μεγαλύτερο μέρος του λειτουργεί με τρόπο αποπροσανατολιστικά αστείο.

Υπέροχα στιλιζαρισμένο, εξαιρετικό (όπως κάθε φιλμ του Μπάρτον) στις τεχνικές του λεπτομέρειες, το «Dark Shadows» είναι τόσο χαριτωμένο που του συγχωρείς μερικά στραβοπατήματα, ή ακόμη και το ότι η τελευταία πράξη του, λίγο πριν το φινάλε, σε αφήνει με μια μικρή απογοήτευση για την πεπατημένη οδό που ακολουθεί για να κλείσει την κεντρική ιστορία του φιλμ και την πολύπλοκη σχέση των δύο βασικών ηρώων του.