Εχει ένα εκπληκτικό σώμα, σμιλεμένο και γεμάτο τατουάζ: είναι ένας πρώτος χορευτής και ταυτόχρονα ένας ροκ σταρ της ζωής. Ο Σεργκέι Πολούνιν έχει μια παρουσία τόσο συναρπαστική που κάνει ενδιαφέρον ακόμα κι ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ.

Ο Σεργκέι Πολούνιν, σήμερα 27 χρόνων, υπήρξε ο νεότερος πρώτος χορευτής στην ιστορία του βρετανικού Βασιλικού Θεάτρου – αλλά έγινε διάσημος από το βίντεο του Ντέιβιντ ΛαΣαπέλ, που τον σκηνοθέτησε και τον αποτύπωσε με την κάμερά του, από χαμηλά, σαν ιπτάμενο θεό, στη δική του χορογραφία του «Take me to Church», ένα βίντεο που έγινε viral και που γέννησε ένα νέο πρότυπο ομορφιάς και σκληρού, αυστηρού αισθησιασμού.

Επειδή ο Πολούνιν το θέλησε έτσι. Η πυγμή του και η αποφασιστικότητά του στο να σπάει τα δεσμά που δεν του ταιριάζουν και να διαμορφώνει την περσόνα του όπως εκείνος θέλος, διακρίνονται ξεκάθαρα στο ντοκιμαντέρ «Ο Χορευτής», που σκηνοθετεί ο Ο Στίβεν Κάντορ, σκηνοθέτης, μεταξύ άλλων, του μουσικού ντοκιμαντέρ «loudQUIETloud» για τους Pixies.

Ο Κάντορ έχει όλα τα υλικά για να συνθέσει την ταινία του, φωτογραφίες, βίντεο, δηλώσεις, συνεντεύξεις, δημοσιεύματα στον Τύπο, προσωπικά αρχεία για μια ζωή στις δεκαετίες της εύκολης τεχνολογικής αποτύπωσης. Μέσα απ’ αυτά ξεδιπλώνεται και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας του Πολούνιν, αυτό της παιδικής του ηλικίας, συνυφασμένο με την οικονομική και κοινωνική κατάπτωση του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ο Πολούνιν μεγάλωσε στην Ουκρανία, ξεκίνησε με επιτυχίες στην ενόργανη, όταν, όμως διαπιστώθηκε ότι είχε ταλέντο στο χορό, η οικογένειά του σκορπίστηκε στις τέσσερις άκρες της Γης – η γιαγιά, μάλιστα, ήρθε να δουλέψει στην Ελλάδα – προκειμένου να βγάλει αρκετά χρήματα ώστε ο μικρός Σεργκέι να μπορέσει να φοιτήσει την Ακαδημία Χορού της Ουκρανίας (και του Λονδίνου στη συνέχεια) και, με τη σειρά του, να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα ολόκληρης της οικογένειας.

Γιατί ο Πολούνιν δε θέλησε ποτέ με λαχτάρα να γίνει χορευτής: μπορούσε να το κάνει εξαιρετικά κι αναγκάστηκε να το κάνει λόγω περιορισμένων επιλογών. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση επιθυμιών και ευθυνών, η έμφυτη αντίδραση στην αυστηρότητα της ζωής του χορευτή, μια αίσθηση αδικίας για τα βαριά παιδιά χρόνια, βρίσκεται στο επίκεντρο και του ντοκιμαντέρ και, όπως φαίνεται, στην πορεία του Πολούνιν που σε τακτά χρονικά διαστήματα βροντά κάτω το παρόν του και πιάνει το partying, τα ναρκωτικά, τις μικρές εκρήξεις επανάστασης.

Η ίδια η ταινία, ένα κολάζ από υλικά άνισης αισθητικής και ενδιαφέροντος, μοιάζει να διαμορφώνεται κι αυτή από τον Πολούνιν: σαν η φωνή και οι προθέσεις του Κάντορ να σβήνουν μπροστά στο ρεύμα που δημιουργεί ο χορευτής του. Αλλωστε, ο Πολούνιν τώρα αναδιαμορφώνει και το ντοκιμαντέρ αλλά και την περσόνα του και τη ζωή του για τα επόμενα βήματά του, όχι απαραίτητα χορευτικά. Είναι, όμως, η μορφή του, η νεανική αγωνία του και το καθηλωτικό star quality που αποπνέει τόσο μαγνητικά, που υπερβαίνουν το φιλμ και προσφέρουν ένα αξέχαστο σόου.