Ο Ρον Γούντροφ είναι ένας Τεξανός ηλεκτρολόγος και καουμπόι σε ροντέο, που διάγει έκλυτο βίο χωρίς καμία έννοια για την επόμενη μέρα. Το 1985, ο Ρον χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του ξαφνικά, όταν οι γιατροί κάνουν διάγνωση ότι πάσχει από τον ιό H.I.V. και του δίνουν μόνο 30 μέρες ζωής. Oμως εκείνος, δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί αυτή τη θανατική ποινή. Μετά από υπερεντατική έρευνα ανακαλύπτει ότι υπάρχει έλλειψη πιστοποιημένων φαρμάκων και θεραπειών στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε περνάει τα σύνορα και φτάνει Μεξικό, αγνοώντας τις οδηγίες του γιατρού του. Παρ’ όλο που είναι ομοφοβικός, ο Ρον συνασπίζεται με έναν αναπάντεχο σύμμαχο, μια επίσης οροθετική τρανσέξουαλ που μοιράζονται το ίδιο πάθος για ζωή. Οι δυο τους διακρίνονται για το επιχειρηματικό τους πνεύμα και ιδρύουν ένα κλαμπ, όπου οι οροθετικοί έχουν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή.

Ο Ζαν Μαρκ Βαλέ δεν είναι σπουδαίος σκηνοθέτης. Ή τουλάχιστον δεν ήταν μέχρι σήμερα.

Και στις τρεις προηγούμενες ταινίες του (το «Crazy», το «Young Victoria» και το «Café de Flore» - με αυτήν την αξιολογική σειρά) μπορούσε να κάποιος να μπορούσε να δει την ικανότητα του στην κλασική κινηματογράφηση, στη διεύθυνση των ηθοποιών ή στην τρυφερότητα με την οποία αντιμετώπιζε ανέκαθεν τα «δύσκολα» θεματά του, ισορροπώντας, όμως, όχι πάντα με δεξιοτεχνία ανάμεσα στο μελόδραμα και τον διδακτισμό, το μοντέρνο σινεμά ή τη διάθεσή του να επιβληθεί των ιστοριών του.

Στο «Dallas Buyers Club», ο Βαλέ υπογράφει ωστόσο με τη στόφα ενός σκηνοθέτη που χειρίζεται μια ταινία – ναρκοπέδιο σαν να ήταν το πιο απλό και φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο να τη διασχίσει χωρίς την παραμικρή απώλεια, αλλά αντίθετα με μια τόσο εγγενή δύναμη που την απογειώνει σε ένα ατόφιο κομμάτι σινεμά. Με μια λέξη, δηλαδή, σπουδαία.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Καναδού σκηνοθέτη είναι πως ενδιαφέρεται για την ιστορία του, όχι με το βλέμμα ενός δημιουργού που ξέρει ότι έχει στα χέρια του κάτι δυνατό και θα κάνει τα πάντα για να προκαλέσει ή να σοκάρει, αλλά με το ειλικρινές ενδιαφέρον ενός ανθρώπου που γνωρίζει πως η άγνωστη σε πολλούς ζωή του Ρον Γούντροφ είναι μια ευκαιρία που δεν μπορεί να χαθεί όταν κάνεις μια ταινία για το AIDS τοποθετημένη την εποχή που και μόνο η λέξη σήμαινε απλά... θάνατο.

Αν, λοιπόν, στο άκουσμα μιας υπόθεσης που μοιάζει εκ των πραγμάτων επώδυνα δραματική και γνωρίζοντας τις βιολογικές μεταμορφώσεις των Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και Τζάρεντ Λέτο για να υποδυθούν τους ρόλους τους (έχασαν o πρώτος 22 και ο δεύτερος 14 κιλά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα), το όλο φιλμ σας φέρνει στο νου κάτι σκοτεινό, μια γροθιά στο στομάχι και ένα ακόμη κατηγορώ κατά των διακρίσεων, σας πληροφορούμε πως βρίσκεστε σε μια εντελώς διαφορετική ταινία.

Σε απόλυτη συμφωνία με τον ήρωά της, το «Dallas Buyers Club» αψηφά τα κλισέ μιας ταινίας γύρω από το AIDS και αποφασίζει να μιλήσει αποκλειστικά για τη ζωή, ακολουθώντας τη φρενήρη, εκστατική και σαν «πειραγμένο» αμερικάνικο όνειρο πορεία του Γούντροφ, καθώς αυτός συμφιλιώνεται με τη μοίρα του αλλά μοιάζει καθόλα αποφασισμένος να την αλλάξει.

Η απίστευτη ιστορία του και το γεγονός πως, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις των γιατρών που του έδιναν λιγότερο από ένα μήνα ζωής, ο Γούντροφ έζησε επτά ολόκληρα χρόνια παλεύοντας εναντίον ενός ολόκληρου συστήματος για τη σωστή φαρμακευτική αντιμετώπιση του AIDS, μετατρέπεται μέσα από το ανεπιτήδευτο βλέμμα του Βαλέ σε μια συγκλονιστική σπουδή πάνω στην πορεία ενός από τη φύσή του κινηματογραφικού χαρακτήρα, μια αποκαλυπτική απεικόνιση της πιο μάτσο πλευρά της Αμερικής και περισσότερο και απ’ όλα αυτά μια από τις πιο αβίαστα συγκινητικές ταινίες πάνω στην αιώνια μάχη του ανθρώπου με το θάνατο.

Ο Βαλέ κάνει ακτιβισμό χωρίς να φωνάζει, κάνει μελόδραμα χωρίς να κολλάει την κάμερα στα πρόσωπα των πιο ιδιωτικών στιγμών των ήρώων του, κάνει κοινωνική κριτική χωρίς να σηκώνει το δάχτυλο και σώζοντας δύο σπουδαίους ηθοποιούς από οποιαδήποτε ακρότητα θα τους έκανε γραφικούς, χαρίζει στο παγκόσμιο σινεμά δύο από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες που ίσως κανείς δεν περίμενε ότι θα ανήκαν σε όσα συμπαρασύρουν στο άκουσμά τους τα ονόματα του Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και του Τζάρεντ Λέτο.

Αδυνατισμένος τόσο ώστε να μοιάζει τρομακτικός, αλλά ποτέ υπερβολικά δραματικός όπως θα φανταζόταν κανείς από έναν στρέιτ, άξεστο γελαδάρη που αναγκάζεται να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως πάσχει από την ασθένεια των «αδερφών», ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ υποδύεται τον Γούντροφ με τη μεγαλοπρέπεια και τη βαθιά συνείδηση ενός ανθρώπου που μοιάζει έτοιμος να πληρώσει για τις «αμαρτίες» του, αλλά που είναι αποφασισμένος το κάνει με τους δικούς του όρους. Στην ευθεία γραμμή της συγκλονιστικής ερμηνείας του, μπορεί κανείς όχι μόνο να δει έναν μεγάλο ηθοποιό που μέχρι σήμερα δεν είχε την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο του αλλά και τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε οποιοσδήποτε ηθοποιός σέβεται τον εαυτό του και τον θεατή να υποδύεται έναν αβανταδόρικο ρόλο χωρίς ούτε καν ένα ψήγμα σοβαροφάνειας ή «παιξίματος για το παίξιμο».

Δίπλα του, ο Τζάρεντ Λέτο, σε μια επιλογή κάστινγκ που θα έπρεπε να τιμηθεί με Οσκαρ πριν από τον ίδιο, όχι απλά δεν χάνεται, αλλά δίνοντας πραγματικό νόημα στην έννοια του supporting actor (βλ.και actress), υποδύεται την τρανσέξουαλ Ρέιγιον αφοπλιστικά, με διακριτό χιούμορ και μια απελευθερωτική δύναμη που μοιάζει να εκτοξεύει στο φιλμ ωκεανούς συγκίνησης – ειδικά στη σκηνή που δεν χρειάζεται καν να σας αποκαλύψουμε αφού βλέποντάς την θα νιώσετε αυτόματα το μεγαλείο του.

Μαζί και μόνοι, ο ΜακΚόναχεϊ και ο Λέτο είναι η παλλόμενη καρδιά του «Dallas Buyers Club», μιας ταινίας τόσο σημαντικής όχι μόνο για το queer cinema ή το σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά, αλλά και για το πραγματικά μοντέρνο σινεμά εν γένει και την υπογραφή ενός σκηνοθέτη που τώρα πια μπορούμε να αποκαλέσουμε σπουδαίο.


Διαβάστε ακόμη: