Ενα ίσως από τα πιο μεγάλα πλεονεκτήματα της ταινίας του Ζιλ Πακέ-Μπρενέρ (με ακριβώς προηγούμενη ταινία το «Dark Places»), σε αντίθεση με το πιο πρόσφατο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» του Κένεθ Μπράνα, είναι πως η λύση του εγκλήματος, σε αυτή η μεταφορά του best-seller μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι, παραμένει ευτυχώς ακόμα ένα μυστήριο στο υποψήφιο κοινό του. Οχι τυχαία, ο Πακέ-Μπρενέρ διάλεξε να μεταφέρει ένα βιβλίο, που μπορεί να μην έχει ως ήρωα την Κυρία Μαρπλ ή τον Ηρακλή Πουαρό αλλά κάποιον νέο και σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό ντετέκτιβ, τον Τσαρλς Χέιγουορντ, αλλά θεωρείται από αρκετούς μια από τις καλύτερες ιστορίες μυστηρίου που έχει γράψει ποτέ η Κρίστι.

Βασισμένο στο βιβλίο «Αράχνες στη Σοφίτα», η ιδέα και το στήσιμο του φόνου είναι αρκετά απλά στην εκτέλεσή τους: μεγιστάνας δολοφονείται στην έπαυλή του στην Αγγλία και καθένας από τους συγγενείς του που ζουν μαζί του έχει το κίνητρο για να το κάνει. Αυτό κάνει τον Πακέ-Μπρενέρ να στήσει, με ακαδημαϊκό τρόπο σχεδόν, τους παίχτες του πάνω σε ένα ταμπλό από κλειδωμένα δωμάτια, με καταπιεσμένα πάθη και μυστικά τα οποία το καθένα τους κρατά το κλειδί για την επόμενη αποκάλυψη. Ολοφάνερα, όμως, εδώ λείπει η μεγάλη παραγωγή, η οποία θα τοποθετούσε τους «Δέκα Υποπτους για Φόνο» στο ίδιο βεληνεκές με άλλες ταινίες του είδους. Αντ’ αυτού η ταινία φέρνει σε κάτι από τηλεοπτική παραγωγή του BBC, κάτι που δεν δικαιώνει καθόλου το all-star καστ της αλλά και την ίδια την ιστορία της Κρίστι.

Το σενάριο που έχει γράψει ο ίδιος ο Πακέ-Μπρενέρ μαζί με τους δημιουργούς του «Downtown Abbey», μοιάζει από την αρχή να θέλει να βρει τρόπους να γίνει συναρπαστικό, να σε πείσει να νιώσεις κάτι για τους χαρακτήρες αυτούς που, αν και ο καθένας τους έχει τις στιγμές του, ποτέ δεν καταφέρνουν να πάρουν ολοκληρωμένη σάρκα και οστά. Η φιλοδοξία είναι να φιλοτεχνηθεί ένα ψυχογράφημα για το κάθε ένα από τα μέλη αυτής της αρκετά δυσλειτουργικής οικογένειας, αλλά αυτό που τελικά συμβαίνει είναι η παρουσία τους ως καρικατούρες, ο καθένας με τα δικά του στερεότυπα, παρά ως χαρακτήρες, πραγματικούς υπόπτους για φόνο, γεμάτους μυστήριο και ανείπωτο δράμα. Ακόμα και στην πιο καταλυτική σκηνή της ταινίας, εκείνη του δείπνου όπου όλο το καστ βρίσκεται μαζί και το νιώθεις πως μπορείς να κόψεις την ένταση με το μαχαίρι, οι διάλογοι απλά «πέφτουν» σε επίπεδο φραστικών, ειρωνικών και καμπ επιθέσεων.

Παρόλα αυτά όμως η υπέροχη φωτογραφία, τα σκηνικά και η συνολική καλλιτεχνική διεύθυνση προσθέτουν συνολικά στην ατμόσφαιρα ενός κλασικού μυστηρίου φόνου. Και το all-star καστ του καταφέρνει να ξεπεράσει τα κλισέ του σεναρίου και να βρει στιγμές που πραγματικά λάμπει. Κανείς τους δεν μοιάζει να είναι βρίσκεται εκεί απλά ως ένα διακοσμητικό στοιχείο, από την Τζίλιαν Αντερσον σε έναν αρκετά φρέσκο ρόλο για την ίδια, μέχρι και την αέναη Γκλεν Γκλόουζ ως την μητριαρχική φιγούρα της οικογένειας, η οποία επισκιάζει με το ταλέντο και την φυσιογνωμία της όλους τους υπόλοιπους. Μόνο η χημεία μεταξύ του Μαξ Αϊρονς και της Στέφανι Μαρτίνι μοιάζει σχεδόν ανύπαρκτη, κάνοντας το ρομάντζο τους να καταλήγει σχεδόν αδιάφορο.

Μπορεί οι «Δέκα Υποπτοι Για Φόνο» να μην είναι η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι, αλλά τουλάχιστον ξέρει που (στο έξυπνο μυστήριο) και σε ποιους (στο λαμπερό του καστ) πρέπει να επενδύσει για να σε κάνει να ξεχάσεις γρήγορα τις όποιες ατέλειες και τα περισσότερα από τα μειονεκτήματά της.