«Μπικόζ οβ γιου, αϊ λοστ κάντρι, ρισπέκτ, γουάιφ». Λέει ο Ιβαν Ντράγκο του Ντολφ Λούντγκρεν, στον Ρόκι του Σιλβέστερ Σταλόνε, δίνοντας ένα ανέλπιστο σίκουελ στον εμβληματικό ψυχροπολεμικό αγώνα που έδωσαν οι δυο άντρες πριν 33 χρόνια, το 1985, στο «Ρόκι 4». Κι όσο μεγαλειώδης και συγκινητική κι αν είναι αυτή η ατάκα, εκεί περίπου λήγει η σύνδεση με το παρελθόν, σε ενσύρματο τηλέφωνο. Γιατί το «Κριντ ΙΙ» μπορεί να είναι ελαφρώς χειρότερο από το «Κριντ», είναι όμως η ταινία που αφήνει τον Αντόνις να σταθεί στα δικά του πόδια, να αποδεσμευτεί από το θρύλο και να γίνει ένα νέο brand, για νέους θεατές. Κι εκεί βρίσκεται η επιτυχία του.

Η ιστορία συναντά τον Αντόνις Κριντ πρωταθλητή, πια, του ρινγκ και... της αγάπης, μια και ετοιμάζεται να παντρευτεί την αγαπημένη του Μπιάνκα. Ομως η χαρά του θα χρειαστεί να βάλει άνω τελεία, όταν ο Ουκρανός Βίκτορ Ντράγκο τολμά να διεκδικήσει τη ζώνη του. Παρεμπιπτόντως, ο Βίκτορ είναι γιος του Ιβαν, ένας κρεάτινος όγκος, ένα παντοδύναμο θεριό όπως βλέπουμε στις προπονήσεις του, καταφανώς κακοποιημένο ψυχολογικά από τον μπαμπά Ιβαν, που βγάζει πάνω του τα δικά του απωθημένα αποτυχίας, κάνοντάς μας να συμπαθήσουμε αυθορμήτως τον τεράστιο Βίκτορ. Εγκαταλελειμμένο, άλλωστε και από τη μητέρα του, τη Λουντμίλα της Μπριγκίτε Νίλσεν - η οποία και κάνει αγέρωχη, λιγομίλητη αλλά αυτοκρατορική επανεμφάνιση, χωρίς ίχνος ενοχής που παράτησε την οικογένειά της όταν το Κόμμα πέταξε τον Ιβαν σα στημένη λεμονόκουπα τότε, στα '80ς.

Ο Αντόνις, παρά τις επίμονες συμβουλές του Ρόκι που είναι, πια, υγιέστατος και φορά και το καπελάκι του, δέχεται την πρόκληση κι αρχίζει να προετοιμάζεται για έναν αγώνα που μοιάζει προδιαγεγραμμένη αποτυχία (ειλικρινά, μόλις κανείς δει την προπόνηση του Βίκτορ με τις σιδερένιες αλυσίδες και τις μαντεμένιες σφαίρες, δακρύζει για τον Κριντ). Με τον τρόπο αυτό και κάνει μια meta αναφορά στη σύγχρονη μορφή του ψυχρού πολέμου (όχι, αλλά θα μπορούσε) και, σίγουρα, αποκτά την ευκαιρία του ν' απογαλακτιστεί από τον Ρόκι, γιατί βρίσκει νέο προπονητή και κάνει του κεφαλιού του.

Φυσικά η πορεία του σεναρίου θα οδηγήσει στο Καλό, φυσικά όλοι οι ήρωες - ακόμα και οι Ρώσοι! - θα βρουν τον τρόπο να ξορκίσουν τους δικούς τους δαίμονες, φυσικά για να νικήσουμε τον αντίπαλο πρέπει πρώτα να νικήσουμε το σκοτεινό εαυτό μας. Σ' αυτούς τους άξονες, καθησυχαστικά προβλέψιμους, κινείται ο Στίβεν Κέιπλ, σκηνοθετώντας την ταινία εξίσου προβλέψιμα. Φεύγει το μπρίο κι η έμπνευση του Ράιαν Κούγκλερ, επιστρέφουν τα γνώριμα πλάνα εξάσκησης, πανομοιότυπα ήδη από το πρώτο «Ρόκι», αλλά και η κυκλική, σκορσεζική αποτύπωση των αγώνων: μοναδικό στοιχείο... νεωτερισμού, οι σκηνές της διαμονής του Κριντ σ' ένα bootcamp βγαλμένο από το «Mad Max».

Παρά, ωστόσο, την απούσα πρωτοτυπία, τις χαμηλότερων απαιτήσεων ερμηνείες, όχι μόνο από τον Σταλόνε (που αφού έχασε και το Οσκαρ του γιατί να επιμείνει), αλλά και από τον Μάικλ Μπι Τζόρνταν και την Τέσα Τόμσον που ολοένα το ρίχνει στο τραγούδι, η ταινία μοιάζει, μ' έναν τρόπο, λιγότερο συναρπαστική αλλά πιο στιβαρή από την προηγούμενη. Επειδή, σαν τον Αντόνις... ανδρώνεται, ενηλικιώνεται και ξεκινά τη δική της ιστορία, ταυτόσημη μόνο με τον τίτλο της, το όνομα του ήρωά της. Ξεφεύγει από το θρύλο και στέκεται… αυτόνομη στο ρινγκ του mainstream, διεκδικώντας τον τίτλο του πρωταθλητή που ίσως, μια μέρα, κερδίσει.