Δυο χρόνια μετά το χαλαρά αυτοβιογραφικό «Après Mai», ο Ολιβιέ Ασαγιάς παρουσιάζει ένα συμβατικό, εύκολα αποκωδικοποιήσιμο ελαφρύ δράμα για ξεκούραση. Ταυτόχρονα, δίνει αφορμή στο κοινό να ψάξει ένα σωρό πράγματα στη wikiepdia: πώς πάει κανείς για διακοπές στο Σιλς Μαρία στις ελβετικές Αλπεις, τι είναι το φαινόμενο του «φιδιού της Μαλόγια», μιας ανεξήγητης μάζας από σύννεφα που, κάθε τόσο, κινείται ανάμεσα στις βουνοκορφές, ποιος είναι ο Αρνολντ Φανκ και αν ο συγγραφέας Βίλχελμ Μέλκιορ υπήρχε στ’ αλήθεια. Οτιδήποτε άλλο, δηλαδή, από το να σκεφτεί την ουσία της ταινίας, το ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με το χρόνο, μια και αυτή έχει διατυπωθεί τόσες φορές τόσο καλύτερα.

Η Μαρία Εντερς είναι μια διάσημη ηθοποιός που, στην ώριμη πια ηλικία της, απολαμβάνει τη φήμη και την επιτυχία της, παίζοντας τα πάντα, από απαιτητικούς ρόλους μέχρι αμερικανικά blockbusters, κάτι σαν τη Ζιλιέτ Μπινός δηλαδή. Η Μαρία πηγαίνει στην Ελβετία για να τιμήσει τον θεατρικό συγγραφέα Βίλχελμ Μέλκιορ: το ντεμπούτο της ήταν σε δικό του θεατρικό έργο, ένα λεσβιακό δράμα όπου εκείνη υποδυόταν τη φιλόδοξη νεαρή που ωθεί τη μεγαλύτερη διευθύντριά της στην απόγνωση και την αυτοκτονία. Μόνο που πριν την τιμητική εκδήλωση, ο Μέλκιορ απρόσμενα πεθαίνει. Ενας νεαρός σκηνοθέτης προτείνει στη Μαρία να ξανανεβάσουν την παράσταση, με την ίδια να υποδύεται, πια, τον άλλο γυναικείο ρόλο. Εκείνη δέχεται, εγκαθίσταται στο σπίτι του Μέλκιορ στο μικρό χωριό των Αλπεων, Σιλς Μαριά, ανεβασμένο εκεί όπου οι βουνοκορφές συναντούν τον ουρανό κι αρχίζει, μαζί με τη βοηθό της, Βαλεντίν (την Κρίστεν Στιούαρτ), να εντρυφά στο ρόλο, που αρχικά της φαίνεται αταίριαστος, αλλά προοδευτικά συνειδητοποιεί ότι της ταιριάζει περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε να ομολογήσει.

Ο Ολιβιέ Ασαγιάς είναι ένας από τους κατ’ εξοχήν πνευματικούς κι εγκεφαλικούς Γάλλους σκηνοθέτες των ημερών μας, χαρακτηριστικό που συχνά οδηγεί σε μια λατρεία στις αναφορές και τα innuendos, εις βάρος της πλοκής και της δύναμης της ταινίας. Ετσι κι εδώ, το «Sils Maria» παραπέμπει από το «Ολα για την Εύα» του Μάνκιεβιτς και την «Περσόνα» του Μπέργκμαν, μέχρι τις ορειβατικές φυσιολατρικές ταινίες του ’30 και την κλασική αντιπαράθεση του σινεμά με το θέατρο, του καλλιτεχνικού με το εμπορικό θέαμα, της νιότης με την ωριμότητα, της αφέλειας με τη σοφία, της ζωής με το θάνατο. Η ταινία στην πραγματικότητα μιλά για κάτι πολύ απλό: τη δυσκολία του ανθρώπινου πνεύματος να συμφιλιωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Και, για να φτάσει σ’ αυτό, ο Ασαγιάς ακολουθεί ένα δρόμο με τόσες διακλαδώσεις, που χάνει και το ρυθμό της ταινίας και τους μισούς του ήρωες στο δρόμο: ειλικρινά, τι απέγινε η βοηθός Βαλεντίν κι επίσης, πού χρησίμευσε το βραχύβιο ρομάντζο της Μαρία με τον παλιό της ανταγωνιστή;

Ωστόσο, το άπλωμα της ταινίας στην υπέροχη ορεινή περιοχή, οι ντελικάτοι διάλογοι, η ερμηνεία της Ζιλιέτ Μπινός που δίνει με άνεση και χάρη υπόσταση σε μια φιγούρα (γιατί η Κλόε Μόρετς είναι εξίσου αποτυχημένη ως ρόλος κι ως ερμηνεία κι η Κρίστεν Στιούαρτ είναι τόσο ομορφούλα, ανέκφραση και συνοφριωμένη όσο πάντα), βοηθούν ν’ αποκτήσει χρώμα και μια υποψία προσωπικότητας, ένα φιλμ που, κατά τα άλλα, δεν είναι παρά μια στρογγυλεμένη, αεράτη φούσκα που νομίζει ότι έχει μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο πραγματικά ζυγίζει.

Διαβάστε ακόμη: