Ο Ντέιβιντ είναι νοσηλευτής που φροντίζει ασθενείς στο τελικό στάδιο της νόσου τους. Αποδοτικός και αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με κάθε ασθενή που φροντίζει. Ωστόσο, εκτός του χώρου εργασίας του, ο Ντέιβιντ είναι αναποτελεσματικός, αμήχανος, εσωστρεφής. Είναι φανερό πως χρειάζεται καθέναν από τους ασθενείς του όσο τον χρειάζονται κι αυτοί.

Ο Μισέλ Φράνκο, ο Μεξικανός σκηνοθέτης του «Μετά την Λουτσία», ένα σκληρό δράμα για το bullying, επιστρέφει με μια ταινία που είναι όπως και η προηγούμενή του, ήρεμη στην επιφάνειά της, μα που δεν φοβάται, αντίθετα μάλλον επιζητά την πρόκληση.

Τοποθετημένη στην Αμερική, έχει ως ένα από τα πρώτα πλάνα της, αυτό ενός άντρα που πλένει στο ντους, μια εξαιρετικά αδύνατη, ταλαιπωρημένη, σιωπηλή γυναίκα. Δεν ξέρεις ποια είναι η σχέση τους, από τον αφοσιωμένο τρόπο με τον οποίο την φροντίζει, νιώθεις ότι είναι ένα εξαιρετικά αγαπημένο, τρυφερό, ζευγάρι. Αργότερα στην κηδεία της, θα αντιληφθείς ότι είναι ο νοσοκόμος που την πρόσεχε κι εσύ, μαζί με την ανιψιά της γυναίκας που πέθανε, θα αναρωτηθείς, αν πηγαίνει στην κηδεία κάθε «πελάτη του».

Στην διάρκεια του φιλμ, ο Ντέιβιντ θα αποκαλυφθεί σαν ένας βαθιά δοτικός, μα και βαθιά προβληματικός άνθρωπος. Η σχέση του με τους ανθρώπους που φροντίζει, είναι πολύ πιο στενή από την σχέση που έχουν με τους συγγενείς τους. Βουτά ολοκληρωτικά στην ζωή τους και τους προσέχει με σχεδόν αρρωστημένη εμμονή.

Είναι σαφές πως κάτι σκοτεινό κρύβεται στην ψυχοσύνθεση του Ντέιβιντ, κάτι που αφορά στο νεαρό κορίτσι τις φωτογραφίες του οποίου κοιτάζει στο facebook και, στην απούσα από την εικόνα οικογένεια του. Είναι σαφές στον τρόπο που μιλά σε δυο αγνώστους σε ένα μπαρ για την νεκρή γυναίκα που φρόντιζε σαν να ήταν η γυναίκα του, στον τρόπο που σιγά σιγά, αποκλείει την οικογένεια του νέου του ασθενή από την ζωή του.

Η κάμερα του Φράνκο ακολουθεί τον Ντέιβιντ στην ελάχιστα συναρπαστική καθημερινότητά του, δίχως να τον κρίνει, ή να προσπαθεί να τον αναλύσει, κάνοντας έτσι ένα αργόσυρτο, επώδυνο συναισθηματικά μα δυνατό πορτρέτο του ίδιου και των ανθρώπων γύρω του.»

Μόνο που όλη αυτή η υπόκωφη ένταση και η ανησυχητική ατμόσφαιρα, θα εκτονωθούν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο σε ένα φινάλε που μοιάζει εξίσου αμήχανα και τεχνητά σοκαριστικό. Ενα φινάλε που αν ιδωθεί ως ένας εντυπωσιακός τρόπος να κλείσει μια ιστορία που δεν μοιάζει να έχει ένα ξεκάθαρο φινάλε δεν λειτουργεί καθόλου καλά, κι αν από την άλλη ιδωθεί σαν μια ηθική κρίση για τον ήρωα και τις πράξεις του, τότε δεν είναι τίποτα λιγότερο από εξοργιστικό.