Ο ενήλικας Κρίστοφερ δουλεύει συνέχεια, πληρώνεται λίγο και το επαγγελματικό του μέλλον είναι αβέβαιο. Εχει δική του οικογένεια, αλλά εργάζεται τόσο πολύ που έχει ελάχιστο χρόνο για τη γυναίκα και την κόρη του. Εχει ξεχάσει την ειδυλλιακή παιδική του ηλικία, την οποία πέρασε παρέα με ένα λούτρινο αρκουδάκι που λάτρευε το μέλι και όλους τους φίλους του. Οταν όμως ο Γουίνι, ταλαιπωρημένος από χρόνια παιχνιδιού και αγκαλιάς, τον ξαναβρίσκει, η φιλία τους αναθερμαίνεται, θυμίζοντας στον Κρίστοφερ τις ατελείωτες ημέρες παιδικής ανεμελιάς που χαρακτήρισαν την πρώιμη ζωή του, όταν το να μην κάνεις τίποτα ήταν το καλύτερο πράγμα απ’ όλα. Μετά από ένα ατυχές συμβάν με το χαρτοφύλακα του Κρίστοφερ Ρόμπιν, ο Γουίνι, το Γουρουνάκι, ο Τίγρης και ο Γκαρής βγαίνουν από το δάσος και πάνε στο Λονδίνο για να βρουν τα χαμένα υπάρχοντα...

Τι είναι αυτό που κάνει ακόμη και σήμερα τους χαρακτήρες του Α. Α. Μιλν, τόσο αγαπητούς στα μικρά παιδιά; Είναι ίσως επειδή ο Γουίνι το Αρκουδάκι και η παρέα του αποτελούν μια από τις πιο εφάνταστες και παιχνιδιάρικες παρέες που έχουν γραφτεί ποτέ σε παιδική λογοτεχνία, με ισχυρές δόσεις πραγματικής σοφίας, ενώ η ιστορία του Κρίστοφερ Ρόμπιν, του παιδιού που ζούσε τις περιπέτειές του στο Δάσος των Γαλάζιων Ονείρων (γνωστό και ως Δάσος των Εκατό Στρεμμάτων) και βασίζεται στο όνομα του γιου του Μιλν, είναι μια από τις γλυκόπικρες ιστορίες ενηλικίωσης που υπάρχουν.

Μπορεί η πρώτη ιστορία του Γουίνι να κυκλοφόρησε το 1924, αλλά από τότε δημοσιεύτηκαν δεκάδες εικονογραφημένα βιβλία, με σειρές και ταινίες κινουμένων σχεδίων να συμπληρώνουν την τεράστια αυτή επιτυχία. Ετσι και μια live action ταινία (μην μπερδευτεί με το περσινό «Goodbye Christopher Robin του Σάιμον Κέρτις που δεν είδαμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες), με τις ευλογίες της Disney, δεν έδειχνε και πολύ μακριά.

Ο σκηνοθέτης Μαρκ Φόρστερ επιστρέφει στους υπερβατικούς κόσμους Βρετανών παιδικών συγγραφέων, δεκατέσσερα χρόνια μετά την επιτυχία του «Ψάχνοντας τη Χώρα του Ποτέ» για τον Πίτερ Παν και τον συγγραφέα του Τζ. Μ. Μπάρι. Αυτή τη φορά, αναζητά τη χαμένη αθωότητα του, ενήλικου πια, Κρίστοφερ Ρόμπιν και, από ότι φαίνεται, δεν ξέρει ακριβώς από που να ξεκινήσει. Και που να φτάσει.

Η ιστορία, στη βάση της, μπορεί να θυμίσει σε αρκετούς κάτι από το «Hook» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, με τον Κρίστοφερ Ρόμπιν να έχει γίνει πια ενήλικος, με οικογένεια, δουλειά σε μεγάλη εταιρεία και αρκετές ευθύνες, έχοντας ξεχάσει τους παλιούς του φίλους. Ο Φόρστερ, έχοντας μπερδέψει μάλλον το τι ιστορία θέλει να πει, θέτει από την αρχή τις βάσεις για μια πιο μουντή και καταθλιπτική ιστορία από αυτή που περιμένει κάποιος να δει. Σκηνές όπως η αποχώρηση του Κρίστοφερ Ρόμπιν από το Δάσος ή αυτές στον Β’ Παγκόσμιο Πόελμο, αλλά και η θέα του Γουίνι να περιφέρεται σε ένα ομιχλώδες δάσος μόνος του ψάχνοντας του φίλους του, το μόνο που καταφέρνουν να προκαλέσουν είναι μια απρόσμενη στεναχώρια.

Και αυτό συνεχίζεται καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, με τους χαρακτήρες να προσπαθούν να ξεφύγουν από αυτό το ζοφερό και κρύο κόσμο, μόνο και μόνο για να καταλήξουν ακόμη πιο βαθιά μέσα του. Είναι δύσκολο να καταλάβεις αν η ταινία απευθύνεται σε παιδιά ή σε ενήλικες, ή κάπου στη μέση… Ακόμα και στις πιο «ευχάριστες», αν μπορέσει κάποιος να τις αποκαλέσει, στιγμές της, δεν καταφέρνει να μεταφέρει τη ζεστασιά για την οποία είναι γνωστοί οι χαρακτήρες του Μιλν.

Το «Κρίστοφερ & Ρόμπιν» μοιάζει συνεχώς να βουλιάζει στον σουρεαλισμό του, να πέφτει στην παγίδα ενός υπαρξιακού δράματος (!) και αντί να σεβαστεί τους χαρακτήρες αυτούς τους για την φαντασία τους, τους προσφέρει μια γερή δόση πραγματικότητας (πως γίνεται ο Γουίνι και η παρέα του να μην είναι μέρος του ψυχισμού του Κρίστοφερ αλλά πραγματικοί, ακόμα δεν μπορούμε να το καταλάβουμε).

Με «χάρτινα» τα μέλη της οικογένειας του Ρόμπιν, μερικά διάσπαρτα χαμόγελα εδώ κι εκεί, κυρίως λόγω του Γκαρή με τις καταθλιπτικές του ατάκες και μια μάλλον ξεκούρδιση σύνθεση, η ταινία δύσκολα ταιριάζει στο είδος των οικογενειακών ταινιών που μας έχει συνηθίσει η Disney. Η καρδιά της μπορεί να βρίσκεται στην σωστή θέση - όπως και όλα τα κλισέ μηνύματα για το νόημα της ζωής και της φιλίας - αλλά η ταινία καταλήγει με περισσότερες σκοτούρες από όσες μπορεί η ίδια, και το κοινό της, να διαχειριστεί.

Κρίμα που δεν ακολούθησε το παράδειγμα του «Paddington». Τουλάχιστον έτσι δεν θα της έλειπε η μαγεία.