Το Μάρτιο του 2009 ο Βωστονέζος καπετάνιος Ρίτσαρντ Φίλιπς επιβιβάζεται στο φορτηγό πλοίο «Maersk Alabama» στο λιμάνι του Ομάν για να το οδηγήσει, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με την ανατολική ακτογραμμή της Αφρικής, στην Κένυα. Περνώντας από τα ταραγμένα νερά της Σομαλίας, όπου οι προειδοποιήσεις για τη δράση ψαράδων πειρατών έχουν πλημμυρίσει το διαδίκτυο και τον ασύρματό του, ο εφιάλτης του γίνεται πραγματικότητα. Δύο βάρκες με Σομαλούς πειρατές κάνουν κατάληψη του άοπλου πλοίου, κρατούν όμηρους τον ίδιο και το πλήρωμά του και απαιτούν λύτρα εκατομμυρίων. Εγκλωβισμένος κι ο θεατής εν πλω, 145 ναυτικά μίλια από τις ακτές, παρακολουθεί το εγκεφαλικό παιχνίδι γάτας-ποντικού ανάμεσα στον καπετάνιο Φίλιπς και τον Σομαλό ομόλογό του και την κορύφωση της δράσης με την παρέμβαση του αμερικανικού στόλου.

Βασισμένο στα πραγματικά γεγονότα, όπως τα κατέγραψε κι ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Φίλιπς λίγα χρόνια αργότερα του συμβάντος στο βιβλίο του «Το Καθήκον του Καπετάνιου» («A Captain's Duty: Somali Pirates, Navy SEALS, and Dangerous Days at Sea») το σενάριο του Μπίλι Ρέι («Shattered Glass», «State of Play», «Αγώνες Πείνας») μανουβράρει τη δράση σε τρικυμιώδη πολιτικοοικονομικά και ηθικά νερά. Σε εποχές που η Δύση αντιμετωπίζει ως πληγωμένο αγρίμι οτιδήποτε τριτοκοσμικό ως τρομοκράτη, η περίπτωση να αποτυπώσεις την πραγματική απελπισία της φτώχιας που σε στέλνει με ένα όπλο στο χέρι να διεκδικήσεις το μερίδιο της οικονομικής πίτας από τον πλανητάρχη Αμερικανό, είναι ουτοπία. Ακόμα και στο σινεμά το θύμα είναι πάντα όποιος αντιμετωπίζει την κάννη ενός όπλου - η συντριπτική βία κρατών και οικονομιών που έχει οδηγήσει στην εξαθλίωση δεν έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον ή φωτογένεια.

Κι αν ξεκινάμε από αυτό είναι γιατί αποτελεί το μοναδικό ακροβόλι, την μοναδική ξέρα ενός κατά τ' άλλα εξαιρετικά δομημένου και ανθρώπινου θρίλερ, το οποίο αντιστέκεται σθεναρά στο να υποκύψει σε χολιγουντιανές μανιέρες και να παρουσιάσει μία αληθινή ιστορία ως action περιπέτεια. Η πολιτική συνείδηση του θεατή μπορεί να παλεύει με τον καθρέφτη της όσο παρακολουθεί τις ανεμόδαρτες βάρκες-καρουδότσουφλα να κυνηγούν ένα τεράστιο ατσαλένιο όγκο, ή τους ξυπόλητους ξεδοντιάρηδες πειρατές να δαιμονοποιούνται απέναντι στο πλήρωμα που κάποια στιγμή έχει την πολυτέλεια να γκρινιάζει για τα συνδικαλιστικά του δικαιώματα, αλλά αν κάποιος αφεθεί σε τέτοιες σκέψεις, θα χάσει τη ρότα του. Γιατί η ουσία είναι μία: βρισκόμαστε παγιδευμένοι σε μία κατάσταση κινδύνου, άνθρωποι εναντίον ανθρώπων.

Κι εκεί μπαίνει στην εικόνα ο μάστερ των πολιτικών και ηθικών docudrama Πολ Γκρίνγκρας. Από την «Ματωμένη Κυριακή» μέχρι την «Πτήση 93», ο βρετανός σκηνοθέτης έχει αποδείξει ότι η ματιά του φιλτράρει και ξεχωρίζει με διαύγεια το δάσος από το δέντρο. Την παγκόσμια ευθύνη από την ανθρώπινη στιγμή. Ο Γκρίνγκρας, με τη βοήθεια του συγκλονιστικού διευθυντή φωτογραφίας Μπάρι Ακροϊντ («The Hurt Locker») και την σήμα-κατατεθέν, κάμερα-στον-ώμο κινηματογράφησή του, μας τοποθετεί στο κέντρο της αγωνιώδους εξέλιξης, η οποία δεν στηρίζεται σε ηρωισμούς, αλλά στον καθαρόαιμο φόβο. Η κάμερα του Γκρίνγκρας καταφέρνει πάντα να ανεβάζει την αδρεναλίνη με αριστοτεχνικό χτίσιμο του σασπένς, ενώ γειώνει την εικόνα στο ρεαλιστικό, στο απλό, στο συμβατό. Κάθε σεκάνς, κάθε σκηνή, από την αρχική αγωνία στη γέφυρα όταν η sos γραμμή βοήθειας δεν απαντά, το σκαρφάλωμα των πειρατών με τις ανεμόσκαλες, μέχρι τις καταδιώξεις στο μηχανοστάσιο ή την θεαματική επέμβαση των πεζοναυτών εντυπωσιάζει σκηνοθετικά, αλλά δε χτίζει την ένταση με φτηνά action κόλπα. Ο Γκρίνγκρας δεν τα χρειάζεται. Κρατά σταθερά το φακό του σε λεπτομέρειες, ήχους, βλέμματα και μία ντοκιμαντερίστικη σκηνοθεσία του κατεπείγοντας που κλιμακώνει την απελπισία, εντός και εκτός οθόνης, σε αβάσταχτο απόγειο.

Εξάντας στιβαρότητας και έρμα στο να κρατηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στη λουστραρισμένη φιξιόν μίας υπερπαραγωγής και το στοίχημα ενός every man's thriller, είναι οι πρωταγωνιστές του. Αλλοι ενθουσιάστηκαν με τους σομαλούς ηθοποιούς (και ειδικά τον συμπρωταγωνιστή Μπαρκχάντ Αμπντί). Θα διαφωνήσουμε. Για εμάς την παράσταση κλέβει ο εκπρόσωπος του Χόλιγουντ. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον Τομ Χανκς. Η καριέρα του μέσα στις δεκαετίες έχει προκαλέσει επιχειρήματα για να τον συμπαθείς, αντιπαθείς, να τον θεωρείς mainstream προϊόν ενός συστήματος. Υπάρχουν στιγμές όμως που δεν μπορείς να μην τον παραδεχτείς. Αυτή είναι μία από αυτές. Γιατί ο ρόλος του απαιτεί ψυχραιμία για να μην ξεφύγει σε κορώνες, αλλά και μία βαθιά, υπόγεια σπουδή λεπτομερειών: πώς ένα καπετάνιος κινείται πάνω στο σκάφος του, τι αγγίζει, τι κοιτά, τι διορθώνει. Πώς κρατά το πλήρωμα ήρεμο, πειθαρχημένο με ελάχιστες λέξεις. Πώς δημιουργεί την πλάνη ότι τα έχει όλα υπό έλεγχο. Μέχρι να τον χάσει.

Τα τελευταία δέκα λεπτά της ταινίας είναι μία βαθιά υπόκλιση στην εμπειρία και την υποκριτική στόφα του Χανκς. Η -σίγουρα οσκαρική- σκηνή του θυμίζει μία παρόμοια στιγμή του Κρίστοφερ Γουόκεν στον «Ελαφοκυνηγό», εκείνη στο νοσοκομείο που απλά τον ρωτάνε το όνομά του. Ο Χανκς για λίγα λεπτά της ώρας πατάει το γκάζι και το συγκρατεί με πνιχτά φρεναρίσματα, σ' ένα ντελιριακό ξέσπασμα που βιώνεται στην καρέκλα του θεατή σαν να σ' έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Αλλά ταυτόχρονα παραμένει ειλικρινές, καθώς η εμπειρία ενός μεγάλου πρωταγωνιστή ξέρει να το γειώνει με αμηχανίες και ευάλωτη ανθρωπιά.

Αν ο Γκρίνγκρας είναι ο αδιαμφισβήτητος καπετάνιος του φιλμ, ο Χανκς είναι ο επάξιος συγκυβερνήτης του. Και ο λόγος που οι αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς με την ταινία στο τέλος ξεβράζονται από την πρύμνη σαν ασήμαντα απόνερα.