Το καλοκαίρι του 1991, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης σηματοδοτεί την αρχή του οικονομικού μαρασμού της Κούβας. Με πρώτο το σοβιετικό πετρέλαιο, οι ξένοι πόροι παγώνουν και εγκαινιάζεται αυτή που θα αποκληθεί στη συνέχεια «Ειδική Περίοδος», με δυσβάσταχτες ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα και είδη καθημερινής ανάγκης. Προκειμένου να μπει ξένο χρήμα, Ο Κάστρο ξανοίγεται στον τουρισμό, αυτόν που θα κρατήσει όρθια τη χώρα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τη βελτίωση των συναλλαγών της τόσο με άλλες λατινοαμερικανικές χώρες όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο αποκορύφωμα αυτής της «Ειδικής Περιόδου» φτώχειας κι ανέχειας –το 1994- τοποθετεί την ταινία του ο Κολομβιανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζόνι Χέντριξ Σινεστρόζα. Έμπνευσή του, οι βιωματικές ιστορίες που του αφηγήθηκε μια θλιμμένη γηραιά ονόματι Καντελάρια όταν εκείνος βόλταρε στα σοκάκια της Αβάνας πριν λίγα χρόνια –ιστορίες που του θύμισαν τα δικά του μικράτα στην Κολομβία. Και πρόθεσή του, να τιμήσει τον περήφανο αγώνα των ανθρώπων αυτών, μαζί και να εκπέμψει το δέος του για το ανηλεές πέρασμα του χρόνου που φθείρει σταδιακά και τους δικούς του αγαπημένους γονείς.

Ηρωες εδώ είναι ένα ανδρόγυνο 70άρηδων στα προάστια της Αβάνας. Εκείνη, η Καντελάρια, δουλεύει ως καθαρίστρια σε ξενοδοχείο το πρωί και ως τραγουδίστρια σε τουριστικό κέντρο το βράδυ. Εκείνος, ο Βίκτορ Ουγκό, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο, απ’ όπου και ξαφρίζει κάθε τόσο κουτιά πούρων για να πουλά στη μαύρη αγορά. Οι νύχτες τους περνούν φροντίζοντας τα κατοικίδια κοτοπουλάκια τους (που κάποια στιγμή πρέπει να μαγειρευτούν, παρά τις αντιρρήσεις της Καντελάρια) και παίζοντας χαρτιά στο ημίφως του κεριού (έχουν έναν μόνο λαμπτήρα, και τον κρατούν για έκτακτη ανάγκη). Μέχρι που στο καλάθι της Καντελάρια, στο πλυσταριό του ξενοδοχείου, πέφτει μια βιντεοκάμερα μπλεγμένη στα άπλυτα σεντόνια. Κι εκείνη, αντί να την παραδώσει, αποφασίζει να την πάρει στο σπίτι.

Το «ουρανοκατέβατο» εύρημα είναι και ο καταλύτης του δράματος. Μέσα από τον φακό της βιντεοκάμερας, που αμφότεροι αρχίζουν να χειρίζονται δειλά, εκείνος ανακαλύπτει εκ νέου τη γυναίκα που κάποτε αγάπησε με πάθος, εκείνη τη ξεθωριασμένη της θηλυκότητα, αμφότεροι τον παλιό τους έρωτα. Όμως η κασέτα με τις ιδιωτικές τους στιγμές θα πέσει στα χέρια ενός κλεπταποδόχου που, αυτός, τις θέλει για να τις μοσχοπουλήσει σε βιτσιόζους τουρίστες. Για λίγα δολάρια, το ζεύγος συμφωνεί αρχικά, κι αυτή τη συναλλαγή δίνει στον σκηνοθέτη την αφορμή για ένα ευρύτερο σκιτσάρισμα της επιδιδόμενης στο κάθε μορφής αλισβερίσι κουβανέζικης νεολαίας εκείνης της «περιόδου».

Ωστόσο, ενώ το προσωπικό και το κοινωνικό συμπλέουν αρμονικά, νιώθεις τα φάλτσα στο στιλ. Ο Σινεστρόζα θέλει τον ρεαλισμό του και απλό και πειραγμένο (έως «μαγικό») ταυτόχρονα, αλλά αδυνατεί να τον ρεγουλάρει. Το ενίοτε πομπώδες παίξιμο των δύο ηθοποιών, τα κοντινά στα πρόσωπά τους καθώς συζητούν μεταξύ τους κοιτώντας απευθείας τον φακό, ή κάποια αχρείαστα επεξηγηματικά στιγμιότυπα, παρεμβαίνουν άγαρμπα στην αληθοφάνεια των καταστάσεων και σχεδόν την ακυρώνουν, ειδικά στο δεύτερο μισό του φιλμ.

Σχεδόν. Γιατί σου μένει τελικά, εκτός από τις έντιμες προθέσεις, και η γλυκιά μελαγχολία που αποπνέει η αναπάντεχη περιπέτεια των Καντελάρια και Βίκτορ στο κατώφλι της δύσης τους, σε ένα από τα πιο πολύπαθα νησιά του πλανήτη.