Βασισμένο στο βιβλίο της της Αντζελα Κάρτερ, το «Byzantium» ακολουθεί την ιστορία δυο άφραγκων νεαρών γυναικών της Ελενορ και της Κλάρα, που έχοντας γίνει μάρτυρες σε ένα έγκλημα, το σκάνε σε μια μάλλον παρελθούσης δόξας, παραλιακή πόλη.

Μένουν σε φτηνά ξενοδοχεία και η Κλάρα προσπαθώντας να βρει χρήματα αναγκάζεται να πουλήσει το κορμί της. Οταν γνωρίζει τον Νόελ έναν νεαρό που είναι ιδιοκτήτης ενός μικρού, κακόφημου ξενοδοχείου με το όνομα Byzantium, μετακομίζουν μαζί του και γρήγορα μεταμορφώνουν τα δωμάτιά του σε αυτά ενός αυτοσχέδιου μπορντέλου.

Εν τω μεταξύ η Ελινορ, αθώα σχεδόν αφελής, γνωρίζει τον Φρανκ, έναν νεαρό με τον οποίο μοιράζεται το ίδιο πνεύμα για τη ζωή κι ο οποίος ζητά να μάθει την αλήθεια γι αυτήν. Ετσι η Ελινορ του αποκαλύπτει ότι αν και μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερή της, η Κλάρα είναι στην πραγματικότητα η μητέρα της. Του λέει επίσης ότι έχει γεννηθεί το 1804, αλλά ότι είναι μόλις δεκάξι. Του εξομολογείται ότι πρέπει να πίνει ανθρώπινο αίμα για να μείνει ζωντανή, το ίδιο και η μητέρα της. Και κάπου εκεί, οι άνθρωποι της μικρής, ήσυχης αυτής πόλης αρχίζουν να πεθαίνουν. Και το παρελθόν από το οποίο προσπαθούσαν να ξεφύγουν τις προφταίνει ξανά.

Εχοντας ορίσει το είδος των vampire movies και τον θλιμμένο θρίαμβο του να ζεις αιώνια, πριν αυτό ξεπέσει στο πεδίο της εφηβικής εμμονής και ελαφρότητας, ο Τζόρνταν επιστρέφει ξανά στην ίδια μυθολογία με το «Byzantium».

Ομως το φιλμ δεν είναι μια κυνική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την κληρονομιά της «Συνέντευξης», για λίγη εξασφαλισμένη διαφήμιση μιας παρόμοιας ιστορίας, αφού αυτή εδώ η ταινία απέχει πολύ τόσο από τον κόσμο των βιβλίων της Αν Ράις, όσο κι από αυτόν μιας τυπικής βαμπιρικής ιστορίας.

Πηγαίνοντας τον μύθο των βρικολάκων, πίσω στις απαρχές του και μπλέκοντας τον με μια φολκλορική σχεδόν αίσθηση του αλλόκοτου, το φιλμ δεν κρατά σχεδόν καμιά από τις γνώριμες ιδιότητες των βρικολάκων: δεν φοβούνται το φως, δεν κοιμούνται σε φέρετρα, δεν έχουν αιχμηρούς κυνόδοντες- αλλά ένα φονικό νύχι που μακραίνει όταν πεινάνε. Στην πραγματικότητα, δεν τους ονομάζει καν βρικόλακες, χρησιμοποιώντας την πιο σκοτεινή και ενδιαφέρουσα λέξη sucrient, αλλά κρατά φυσικά την ανάγκη τους για αίμα, προκειμένου να επιβιώσουν και κυρίως, το παράδοξο βάρος μιας ζωής στον αιώνα των απάντα.

Οι ηρωίδες του, μια εξαιρετικά νεαρή μητέρα και η κόρη της, περιπλανώνται εδώ και διακόσια χρόνια, για να βρουν καταφύγιο μετά από τον φόνο ενός άντρα που τις καταδιώκει, σε μια μίζερη, μισοδιαλυμένη πόλη δίπλα στη θάλασσα. Η Κλάρα της Τζέμα Αρτετον, ιδιαίτερα ικανή στο να χρησιμοποιεί την σεξουαλικότητά της, να προσαρμόζεται και να επιβιώνει, θα γνωρίσει τον ιδιοκτήτη ενός εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου και θα το μετατρέψει σε αυτοσχέδιο μπορντέλο και σπίτι τους.

Η έφηβη Κλάρα, κουρασμένη να κρατάει ένα τόσο βαρύ μυστικό, θα γνωρίσει ένα παράξενο αγόρι και θα νιώσει πως μπορεί να του εμπιστευτεί μια ιστορία που γράφει ξανά και ξανά, αλλά την σκορπίζει μετά στον άνεμο. Μόνο που η αποκάλυψή της θα έχει προφανώς συνέπειες, θα χύσει ακόμη περισσότερο αίμα και θα βάλει την ίδια την ύπαρξή τους σε κίνδυνο.

Το γεγονός ότι οι κεντρικοί ρόλοι ανήκουν σε γυναίκες, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ανατροπή, το ότι είναι μητέρα και κόρη, προσθέτει μια ακόμη πτυχή στην πυκνή συναισθηματική παλέτα της ταινίας και άλλη μια ιστορία που μπορεί να αφηγηθεί. Ακολουθώντας παράλληλα την ιστορία των δυο γυναικών διακόσια χρόνια πριν, το πως έγιναν βαμπίρ και, πίσω στο παρόν,τον κλοιό της αποκάλυψης της αληθινής τους ταυτότητας να σφίγγει γύρω τους, το φιλμ δοκιμάζει να φιλοξενήσει σχεδόν δυο διαφορετικές ταινίες κάτω από την ίδια στέγη.

Ως ένα σημείο τα καταφέρνει πετυχημένα, καθώς και τα δυο κεφάλαια της ιστορίας του περιέχουν έναν πλούτο ιδέων, χτίζουν μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα και παραδίδουν μερικές συναρπαστικές σκηνές, με αυτές που δείχνουν που και πως η μεταμόρφωση από θνητό σε αθάνατο λαμβάνει χώρα, να είναι αληθινά μεγαλοπρεπείς και σχεδόν στοιχειωτικές.

Το μπρος πίσω στον χρόνο όμως, έχει αναμφίβολα αντίκτυπο στον ρυθμό του φιλμ διακόπτοντας το σασπένς και μη προσθέτοντας κάτι αληθινά ενδιαφέρον στους χαρακτήρες, αντίθετα αφαιρώντας μάλλον κάτι από το μυστήριο τους, ενώ, ακόμη κι αν η Τζέμα Αρτερτον είναι εξαιρετική, σε όσες σκηνές απουσιάζει η Σίρσα Ρόναν, το φιλμ μοιάζει να χάνει κάτι από την καρδιά του, ακόμη και τον λόγο ύπαρξής του.

Η ερμηνεία της είναι όπως πάντα αξιοθαύμαστη, ο χαρακτήρας της, το πιο ενδιαφέρον πράγμα στο φιλμ, η αγωνία της κάτι που μπορείς να καταλάβεις. Αν το «Byzantium», κατόρθωνε να κρατήσει μια ανάλογα επείγουσα και βαθιά αίσθηση όπως η νεαρή πρωταγωνίστρια του σε όλη την διάρκειά του, θα μιλούσαμε για μια ακόμη καθοριστική ταινία για το είδος από τον Τζόρνταν.

Τώρα μοιάζει κάτι να του λείπει και υπάρχουν στιγμές που δείχνει ισχνό, ή αν μας επιτρέπετε το λογοπαίγνιο, αναιμικό, αλλά ακόμη κι έτσι προσφέρει μια διαφορετική ματιά σε ένα μάλλον κουρασμένο είδος, χορταστικές ποσότητες αίματος (σκεφτείτε καταρράκτες), μια πετυχημένη ατμόσφαιρα και μερικές σκηνές που τις κουβαλάς μαζί σου.

Διαβάστε ακόμα: