Σοβιετική Ενωση, 1943. Επιστρέφοντας στη Μόσχα, ο στρατηγός Κότοφ θα βρει τη γυναίκα του ζωντανή αλλά με μια νέα οικογένεια. Ταυτόχρονα, θα δεχθεί από τον Στάλιν την πρόταση να ηγηθεί μιας αποστολής αυτοκτονίας: με αντάλλαγμα την αποκατάσταση του ονόματός του, θα πρέπει να καθοδηγήσει ένα στράτευμα στην πολιορκία ενός απόρθητου γερμανικού οχυρού σε ρωσικό έδαφος. Ανακαλύπτοντας ότι όλα έχουν πλέον αλλάξει, θα πρέπει για ακόμα μια φορά να αγωνιστεί για το όνομά του, την τιμή και την αγάπη της γυναίκας και της χαμένης κόρης του.

Ο,τι ίσχυε για το πρώτο μέρος του δεύτερου μέρους του «Ψεύτη Ηλιου» με τίτλο «Εξοδος», ισχύει και για το τελικό κεφάλαιο του έπους του Νικίτα Μιχάλκοφ με τίτλο «Οχυρό» που ολοκληρώνει όχι μόνο την ιστορία του Στρατηγού Κότοφ αλλά και αυτήν της επικράτησης του Κόκκινου Στρατού κατά των Γερμανών που θα οδηγούσε και στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ίδιο πομπώδης, το ίδιο ακατάσχετα επικός, γραφικός όσο και η καρικατούρα απεικόνιση του Στάλιν και μελοδραματικός σε σημείο που νιώθεις σαν να βλέπεις επτά ταινίες μαζί στη συσκευασία της μίας, ο Νικίτα Μιχάλκοφ ολοκληρώνει με το «Οχυρο» (του 2011) και τη δική του πτώση από εκείνον τον σκηνοθέτη που κοίταζε κριτικά και σκηνοθετούσε τσεχοφικά τη Σοβιετική Ενωση σε έναν εγωμανή δημιουργό που είναι σίγουρος πως η δική του ταινία είναι η τελευταία (κινηματογραφική) κουβέντα που θα ειπωθεί ποτέ πάνω στο θέμα.

Και «το θέμα» δεν είναι άλλο από την παράνοια του πολέμου, τις τραγωδίες που εξελίσσονται με φόντο τα απέραντα ναρκοπέδια (κυριολεκτικά) της ρωσικής γης, τις ηθικές επιλογές που καθόρισαν την μοίρα μιας ολόκληρης χώρας και το πόσο πιο θορυβώδη, βαρύγδουπα και προφανή θα τα πει και θα τα κάνει μια ταινία που διαθέτει ελάχιστες στιγμές που πραγματικά συγκινούν ή νιώθεις να σε αφορούν σαν μια διαχρονική πανανθρώπινη ματιά πάνω στον πόλεμο.

Το ίδιο πομπώδης, το ίδιο ακατάσχετα επικός, γραφικός όσο και η καρικατούρα απεικόνιση του Στάλιν και μελοδραματικός σε σημείο που νιώθεις σαν να βλέπεις επτά ταινίες μαζί στη συσκευασία της μίας, ο Νικίτα Μιχάλκοφ ολοκληρώνει με το "Οχυρο" και τη δική του πτώση από εκείνον τον σκηνοθέτη που κοίταζε κριτικά και σκηνοθετούσε τσεχοφικά τη Σοβιετική Ενωση...»

Θέλοντας με οποιονδήποτε τρόπο να μεταφέρει τον πόλεμο μέσα στην αίθουσα (και μαζί να ξοδέψει και τα χρήματα που ρέεουν άφθονα σε μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές στην ιστορία του ρώσικου σινεμά), ο Μιχάλκοφ ανεβάζει τα ντεσιμπέλ (σε σημείο πονοκεφάλου), εντυπωσιάζει με σκηνές πλήθους και αγωνίας, αποδεικνύεται φυσικά πιο διαπεραστικός στις σκηνές της σιωπής (αυτή στο ποτάμι ή στην επιστροφή στο σπίτι), επιμένει να παρεμβάλλει εικόνες από τον πρώτο «Ψεύτη Ηλιο» (θυμίζοντας το ένδοξο του παρελθόν) και κλείνει το έπος των επών με περισσότερα από ένα φινάλε ικανά να φέρουν δάκρυα στα μάτια.

Στο σαν οδοστρωτήρα πέρασμα της εγωμανίας του κάτι περισσότερο από φιλικά προσκείμενου στον Πούτιν σήμερα Μιχάλκοφ, μένουν όρθιες μόνο μερικές ιδέες, σκόρπιες σκηνές, πολύ λιγότερος λυρισμός από αυτόν που ξοδεύεται αλόγιστα και η μακρινή μνήμη εκείνης της ταινίας του 1994 (αλλά και της πρώτης περιόδου του Μιχάλκοφ) που δεν προμήνυε ποτέ μα ποτέ ένα τέτοιο μέλλον.